Όταν το ψέµα γίνεται όµορφη αλήθεια/ όταν τα χρώµατα βυθίζονται στο µαύρο/ όταν η φλόγα δεν ζεσταίνει άλλο/ άγριες οι µέρες µας» τραγουδά ο Γιώργος Αυγερόπουλος στην έναρξη του καινούργιου του ντοκιµαντέρ «Agora II – ∆εσµώτες».
The international premiere of Chained (AGORÁ II), by Yorgos Avgeropoulos, will be held on March 23, 2020 at the international festival CPH:DOX 2020, in Copenhagen. The new film of SmallPlanet is part of the highlights of the festival, in the category Special Premieres, and the screening will be held with the presence of the filmmaker who will answer to the questions of the audience at the Q&A session that will follow. CPH:DOX, which is one of the most prestigious documentary festivals in Europe, in 2014 included in its official selection the first film of Yorgos Avgeropoulos for the Greek crisis, AGORÁ – From Democracy to the Markets.
Via: AGORA II – Chained”, new film by Yorgos Avgeropoulos, must see | VIEWTAG (in Greek)
Agora II-Δεσμώτες, η ταινία του Γιώργου Αυγερόπουλου και γιατί πρέπει να τη δεις
18.02.2020
Γιάννης Καφάτος
Η ταινία ξεκινάει με μια δυναμική μουσική που μου αρέσει και νομίζω ότι ακούω μια γνώριμη φωνή. Και ναι, ο Αυγερόπουλος εκτός από τους στίχους εκτέθηκε πλέον και ως ερμηνευτής του δικού του τραγουδιού.
Οι εικόνες είναι γνώριμες, όχι μόνο για έναν δημοσιογράφο που τις έχει δει αμοντάριστες και μονταρισμένες αλλά για κάθε κάτοικο αυτής της χώρας τα τελευταία χρόνια.
Τώρα όμως, στη μεγάλη οθόνη, οι εικόνες αυτές έχουν μια διαφορετική δύναμη. Κουβαλάνε την ιστορία. Τη δική τους αλλά και τη δική μας.
Η ταινία του Γιώργου Αυγερόπουλου φέρνει στο φως μια πολύ σημαντική δουλειά που έκανε ο δημοσιογράφος/σκηνοθέτης και έχει ιστορική αξία γιατί βρέθηκε ακριβώς εκεί που διαδραματίστηκαν όλα τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν και θα σημαδεύουν την ελληνική ιστορία για πολλά χρόνια.
Η κάμερά του παρακολουθεί Βαρουφάκη και Τσίπρα από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, τα eurogroup, τη βραδιά του δημοψηφίσματος, ό,τι ακολούθησε και φτάνει μέχρι την νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές του καλοκαιριού του 2019.
Ο φακός καταγράφει αντιδράσεις, και φυσικά πολύ ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις την ώρα που όλα συνέβαιναν. Μέσα σε αυτοκίνητα, σε γραφεία, εικόνες με συνεργάτες που δεν έχουμε δει ποτέ.
Όμως η ταινία δεν είναι σημαντική μόνο γι’ αυτό. Αν και είναι μια τεράστια δημοσιογραφική επιτυχία του Αυγερόπουλου το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί που βρέθηκε στην πιο κατάλληλη στιγμή και σίγουρα αυτό θα πρέπει να του το αναγνωρίσουν όλοι.
Αυτή, η εξόφθαλμα πολιτική διάσταση είναι η μια πτυχή της ταινίας.
Ο δημιουργός της, που διαθέτει μια σπάνια ενσυναίσθηση και ευαισθησία, μας παρουσιάζει και την άλλη πτυχή, τους ανθρώπους. Αυτούς που υφίστανται ό,τι συνέβη στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια μέσα από τις ιστορίες και απλών ανθρώπων: Ένας νέος χειρουργός που αναγκάζεται να μεταναστεύσει, με τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά του, μαζί με τους άλλους 400 χιλιάδες επιστήμονες που αναζήτησαν την τύχη τους αλλού. Μια άνεργη νοικοκυρά με άντρα μετανάστη αναγκάζεται να πάρει το παιδί της από το σχολείο και να μεταναστεύσουν στη Γερμανία γιατί εδώ δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Ένας πρόσφυγας από τη Συρία με τη γυναίκα του. Τους συνάντησε μόλις πάτησαν στεριά στη Μυτιλήνη και με τρόμο ακούμε να λέει πόσο φοβάται τη θάλασσα. Ο Αυγερόπουλος τους παρακολουθεί μέχρι που στο τέλος της ταινίας μας τους δείχνει πώς ζουν σήμερα.
Η Μάγδα Φύσσα είναι παρούσα και μέσα από τη δική της τραγωδία το φαινόμενο της διάχυσης της χρυσαυγίτης νοοτροπίας παρουσιάζεται στην ταινία. Η δίκη, οι δηλώσεις, η απόγνωση και το πείσμα της κυρίας Φύσσα δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την ταινία αυτή.
Το ίδιο και ο Ζακ Κωστόπουλος, θύμα μιας νοσηρής κατάστασης που με τα χρόνια της κρίσης μεγεθύνθηκε. Η σκηνή της δολοφονίας του με το λιντσάρισμα από τους δύο πολίτες και το ξύλο από την αστυνομία στην μεγάλη οθόνη είναι μια από τις πιο σκληρές σκηνές που θα δεις σε οθόνη κινηματογράφου.
Φυσικά οι συνεντεύξεις δεν σταματούν εδώ. Όλοι οι ξένοι πρωταγωνιστές της ελληνικής τραγωδίας της κρίσης δίνουν το παρόν στην εξαιρετικά κινηματογραφημένη ταινία του Γιώργου Αυγερόπουλου.
Ο Γιώργος πρόσεχε τα πλάνα στα ρεπορτάζ του από την εποχή που τον θυμάμαι στον δρόμο να καλύπτουμε μαζί διάφορα θέματα. Τώρα ως σκηνοθέτης έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά στην κινηματογράφηση.
Πλάνα, πρωταγωνιστές, μουσική, στοιχεία που εμφανίζονται στην οθόνη λειτουργούν σε έναν εξαιρετικό ρυθμό κάνοντας στην Agora II-Δεσμώτες μια πραγματική απόλαυση για κάθε θεατή. «Απόλαυση»… περίεργη λέξη όταν περιγράφει τις ζωές μας. Όμως τώρα, με την απόσταση που μας έδωσε ο χρόνος μπορώ να δω και ως εκδοχή τέχνης αυτό που ζήσαμε και ζούμε. Και η ταινία του Αυγερόπουλου το έχει κάνει με τον πιο δυνατό και συγχρόνως ευαίσθητο τρόπο.
Μπορεί φυσικά η ταινία, ειδικά τα «μπρα-ντε-φερ» με τις αντικρουόμενες συνεντεύξεις Τσίπρα-Βαρουφάκη, να διαβαστεί ανάλογα με το τι πιστεύει ο καθένας και το τι ψηφίζει ο καθένας. Απολύτως θεμιτό. Κι εκεί έγκειται η επιτυχία της ταινίας/ντοκιμαντέρ του Αυγερόπουλου. Δίνει όλα τα στοιχεία, κι αυτά που δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας και ο θεατής κρίνει. Παρέχει όμως και όλα εκείνα τα στοιχεία που το πολιτικό σινεμά / ντοκιμαντέρ το καθιστούν αξιόπιστο: Ρεπορτάζ και δεδομένα και όχι σχόλια.
Υπάρχουν σημεία της ταινίας που είναι συγκινητικά, άλλα που είναι συγκλονιστικά και άλλα που είναι τόσο ρεαλιστικά που δεν χωράει κανένα επίθετο από αυτά που μου έρχονται τώρα στο μυαλό για να τα προσδιορίσω, χωρίς να τα ευτελίσω. Όλα μαζί όμως συνιστούν ένα ιστορικό έργο που πρέπει να δει κάθε πολίτης που σκέφτεται.
Το Agora II – Δεσμώτες είναι μια ταινία/ντοκιμαντέρ που πρέπει να δεις και ως τέχνη και ως συγκροτημένα θραύσματα της ζωής μας.
Και συγκινήθηκα πολύ όταν βγαίνοντας από την αίθουσα, ήδη πολύ φορτισμένος από αυτό που είδα στην οθόνη, έπεσα πάνω σε δεκάδες ανθρώπους που περίμεναν στην ουρά για να μπουν να δουν την ταινία!
Via: Yorgos Avgeropoulos, Journalist: did not admit defeat | EDROMOS (in Greek)
Γιώργος Αυγερόπουλος, δημοσιογράφος: Δεν παραδέχτηκε την ήττα
18.02.2020
Ιφιγένεια Καλαντζή
Μετά το πέρας της θερμής συζήτησης που παραθέτουμε, με τον κοσμογυρισμένο κινηματογραφιστή Γιώργο Αυγερόπουλο, για το νέο του ντοκιμαντέρ «Agora II: Δεσμώτες», μου ήρθαν στο νου οι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη που έγραψε στην πικρή δεκαετία του ’50 «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα», όπως τραγουδήθηκαν δυναμικά από την Μαρία Δημητριάδη, σε μελοποίηση Θάνου Μικρούτσικου.
Πράγματι, ο Αυγερόπουλος όχι μόνο «δεν παραδέχεται την ήττα», αλλά αρματώθηκε με θάρρος και πείσμα για να συνεχίσει το «Agora: Από τη δημοκρατία στις αγορές» (2014). Τα γυρίσματα του νέου ντοκιμαντέρ διαδραματίζονται κατά την κρίσιμη πενταετία 2015-2019 και καταλήγουν σε ένα οργισμένο αλλά ήπια δοσμένο κινηματογραφικό μανιφέστο, το δικό του «Κατηγορώ», πλάι στην πρόσφατη μυθοπλαστική ταινία του Κώστα Γαβρά, όπου αναδεικνύονται οι πολιτικοί χειρισμοί απέναντι σε μια απροκάλυπτα μαφιόζικη συμμορία, που έριξε στα Τάρταρα μια ολόκληρη χώρα και τον λαό της.
Πιστός στο ραντεβού του με την καταγραφή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ο Αυγερόπουλος παραθέτει τους πραγματικούς πρωταγωνιστές μιας εκρηκτικής περιόδου, που όλοι προσπαθούν να προσπεράσουν, πλάι σε επιλεγμένες στιγμές και γεγονότα που σημάδεψαν την «πρώτη φορά αριστερά», επιχειρώντας έναν πολιτικό αναστοχασμό. Μέσα από ένα δραστικό μοντάζ εκθέτει πρόσωπα και απόψεις παράλληλα με εικόνες, αφηγήσεις και αντικρουόμενες επιλογές, με πολιτικούς να αντιφάσκουν ή να απολογούνται, όταν οι προσδοκίες του ελληνικού λαού για ανατροπή εξανεμίστηκαν «εν μιά νυκτί».
Συνέπειες της δεκαετούς σκληρής λιτότητας, που κανείς δεν θέλει να θυμάται, υπενθυμίζονται με άστεγες οικογένειες, αναζήτηση τροφής στα σκουπίδια, αλλά και την αξιοθρήνητη εικόνα μιας ελληνικής σημαίας που στροβιλίζεται άτσαλα στον άνεμο, υποδηλώνοντας την «τσαλακωμένη» ελληνική περηφάνια και ελπίδα.
Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους 25% μείωση του ΑΕΠ, 2,5 εκατ. Έλληνες κάτω από το όριο της φτώχειας, 1 εκ. άνεργοι, μετανάστευση μισού εκατομμυρίου Ελλήνων, ενώ άνθρωποι θύματα της κρίσης μιλούν για μια «κλεμμένη αξιοπρέπεια» και «όχι άλλες αυταπάτες». Παράλληλα, καταγράφονται εικόνες θαλασσοπνιγμένων προσφύγων κατά το 2015-2016, που καταφθάνουν στα ελληνικά νησιά, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα υπερπλήρη κέντρα υποδοχής, καθώς και η κοσμοσυρροή προσφύγων και μεταναστών στις πλατείες του κέντρου της Αθήνας, λίγους μήνες αργότερα.
Οι χρονικές μετατοπίσεις ανακατεύουν εικόνες στους διαδρόμους των συνεδριάσεων του Eurogroup στις Βρυξέλλες, όπου η κάμερα του Αυγερόπουλου συνομιλεί με τους πρωταγωνιστές, μπαινοβγαίνει στα γραφεία και καταγράφει τα ξεδιάντροπα τελεσίγραφα στις σκληρές διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης Τσίπρα, το 2015, πλάι στις μελλοντικές εικόνες των συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό το 2018. Και πάλι πίσω, με ξένα πρωτοσέλιδα να σχολιάζουν την εκλογή του Τσίπρα, τον Γενάρη του 2015, ως «εκλογή που προκαλεί το ευρωπαϊκό κατεστημένο» και «κραυγή δικαιοσύνης και ελπίδας, για εκατομμύρια Έλληνες», πλάι στις ουρές στα ΑΤΜ και εικόνες της λαοθάλασσας τον Ιούλη του 2015 στο Σύνταγμα για το δημοψήφισμα, μέχρι να επιστρέψει η απεχθής λέξη μνημόνιο, «σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα», όπως σχολιάζει εκτός κάδρου ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Τι σηματοδοτεί ο επίτιτλος «Δεσμώτες» στον τίτλο του δεύτερου μέρους του «AGORA»;
Πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060 και δεσμευμένη περιουσία στο Υπερταμείο για 99 χρόνια, αυτά μας κρατάνε δέσμιους. Είμαστε λοιπόν «δεσμώτες» οικονομικά, αλλά και μεταφορικά πλέον. Βλέπω απόλυτη σύνδεση με την πρώτη σκηνή της τραγωδίας «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, όπου ο Ήφαιστος καρφώνει με βαριά καρδιά τον Προμηθέα στο βράχο, ενώ από κάτω το Κράτος και η Βία του λένε τι να κάνει.
Το υλικό του ντοκιμαντέρ προέκυψε από γυρίσματα πέντε χρόνων. Τι σε έκανε να καταγράψεις το χρονικό της «πρώτης φοράς αριστερά»;
Δεν είναι ακριβώς χρονικό της πενταετίας 2015-2020, δεν ήθελα να δείξω τις καταστροφές στο Μάτι και στη Μάνδρα, γιατί επέλεξα δύο άξονες για την ταινία: οικονομική και προσφυγική κρίση. Η οπτικοακουστική καταγραφή αυτής της περιόδου αποτελεί ένα ακόμα κομμάτι του παζλ, που συμπληρώνεται με το βιβλίο του Βαρουφάκη, την ταινία του Γαβρά, άλλα βιβλία που έχουν γραφτεί και κάποια που θα γραφτούν στο μέλλον. Ήθελα να κλείσω τη μνήμη μέσα σε ένα κουτί, ως παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές και τους αυριανούς ερευνητές, ώστε να μπορούν να αντληθούν συμπεράσματα που θα βοηθήσουν στο δημόσιο διάλογο. Είμαι απόλυτα αντίθετος με την τάση στους κόλπους των προοδευτικών δυνάμεων να πετάξουμε «κάτω από το χαλί» ό,τι συνέβηκε, με άλλοθι την επάνοδο δεξιάς κυβέρνησης. Θεωρώ ότι η πληγή είναι ακόμα ανοιχτή και απαιτείται ένα νέο πρόταγμα.
Χρησιμοποιώντας τις αφηγήσεις του χαρισματικού Βαρουφάκη, νιώθω πως αν ο Κώστας Γαβράς διατηρεί τη μνήμη όσων συνέβησαν μέσα από τη μυθοπλασία, στο ντοκιμαντέρ σου γίνεται μέσα από μια τεκμηριωμένη καταγραφή της, με τις πραγματικές εικόνες των πρωταγωνιστών.
Με τον Γαβρά είχαμε τεράστιες και ωραίες συζητήσεις. Λένε ότι το ντοκιμαντέρ έχει δομή ταινίας φιξιόν, αλλά συχνά η πραγματικότητα ξεπερνάει τη μυθοπλασία και αυτό είναι πιο σκληρό. Ήθελα να περιέχει στοιχεία πολιτικού θρίλερ, γιατί κάπως έτσι το έζησα. Πηγαινοερχόμουν ασταμάτητα στις Βρυξέλλες και σαν μύγα στον τοίχο, έπρεπε να περνώ απαρατήρητος στους διαδρόμους του Eurogroup. Ξεκίνησα σαν guerilla filmmaking, γιατί χρειάστηκε χρόνος να με εμπιστευθούν και να καταγράφω με κάμερα και μικρόφωνο. Δεν μου έφτανε όμως μόνο να καταγράψω εκφράσεις, την έπαρση, ήθελα να το συνδυάσω με την κοινωνία και το προσφυγικό, ήταν όλο μια πρόκληση, ενώ δεν ήξερα πώς θα λειτουργήσει σε ξένο κοινό. Ένιωσα ανακούφιση όταν οι Γερμανοί και Γάλλοι συμπαραγωγοί που είδαν την ταινία κατάλαβαν πού οδηγήθηκε μια κοινωνία από τις πολιτικές που οι κυβερνήσεις τους επιβάλανε.
Η αφήγηση των γεγονότων γίνεται με πολλά πισωγυρίσματα, δίχως χρονολογική σειρά, ενώ χρησιμοποιείς το μοντάζ ως εργαλείο πολιτικής διαμαρτυρίας.
Για πράγματα που έχουν γίνει δύο-τρία χρόνια μετά, ένα άλμα στο χρόνο για να τα εξετάσεις την ώρα που αναλύεται αυτή η θεματική βοηθά στη δημιουργία μιας καθαρής αντίληψης, παρά να τα δείξεις αποσπασματικά σε χρονική σειρά. Οι μεταβάσεις στο χρόνο και το μπρος-πίσω δίνουν το αίτιο και το αιτιατό. Η χρονική μπάρα δηλώνει αυτές τις μεταβάσεις, ενώ η βελόνα που μετατοπίζεται είναι ουσιαστικά η βελόνα της ζωής μας, τα χρόνια που πέρασαν, οι φίλοι που χάσαμε. Με δυσκόλεψαν οι μεταβάσεις γιατί έπρεπε να ισορροπούν ταυτόχρονα διαφορετικές χρονικές στιγμές, σε διαφορετικές θεματικές, με διαφορετικούς χαρακτήρες. Αρκετές φορές ξαναμόνταρα σκηνές μέχρι να βρω το ρυθμό, ενώ είχα να ακολουθήσω και μια ζωντανή ιστορία εν εξελίξει, που συνεχώς μεταλλασσόταν. Προκάλεσα όμως περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα μπορούσα να απαντήσω. Το μοντάζ κράτησε από Απρίλη μέχρι Δεκέμβρη. Βασικά αισθάνομαι φοβερή απογοήτευση, όχι μόνο για την ιδεολογικοπολιτική μετάλλαξη ενός φορέα που εμπιστευτήκαμε, αλλά για το πού φτάσαμε. Στο ντοκιμαντέρ αυτό είναι πολύ άμεση η εμπλοκή μου, είναι η πιο προσωπική ταινία μου. Ακόμα και οι στίχοι στο τραγούδι της αρχής…
Οι στίχοι «…άγριες είναι οι μέρες…» είναι δικοί σου; Εσύ τραγουδάς;
Ναι, στίχοι-τραγούδι δικά μου, σε μουσική του Γιάννη Παξεβάνη, συνθέτη όλης της πρωτότυπης μουσικής του έργου. Το να συμπυκνώσω συναισθήματα που είχα, με μοντάζ, μουσική και αφήγηση ήταν μια διαδικασία σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Δίνεις έμφαση στη λέξη «χρεοκοπία», λέξη που δεν ειπώθηκε καθαρά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως όταν αναγράφεται με αντίστροφη μέτρηση το νούμερο των ημερών πριν από αυτήν. Τι επιδιώκεις;
Οι λέξεις έχουν δύναμη και επέλεξα τη σωστή λέξη εκεί που έπρεπε, ώστε να γίνει αντιληπτό το διακύβευμα. «Χρεοκοπία» και όχι «λήξη του προγράμματος», «λιτότητα» ή «περικοπή» και όχι «μεταρρύθμιση». Η αντίστροφη μέτρηση δημιουργεί ένταση, προσμένεις κάτι. Ακόμα και όσοι αντιπολιτεύονταν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλούσαν με καθαρές λέξεις. Στα δελτία ειδήσεων τότε, δεν ακούστηκε ποτέ ότι χρεοκοπούμε! Κανένας δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Έχουν χρεοκοπήσει και άλλες χώρες και η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει και παλιότερα, δεν ήρθε η καταστροφή του κόσμου, αλλά να ξέρουμε γιατί μιλάμε. Υπήρχαν στιγμές που τρεις μέρες πριν τη χρεοκοπία, κάποιοι χαιρετήθηκαν όπως όταν κάτι έχει λήξει. Μέσα σε αυτή την προθεσμία έζησαν οι πρωταγωνιστές την αγωνία στιγμών, μέσα στο ίδιο γραφείο κάποιοι ήταν ψύχραιμοι, άλλοι κλαίγανε.
Πώς σχολιάζεις τις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα «Είναι πολύ δύσκολο να είσαι έξω από το σύστημα, δεν μπορούν να υπάρξουν σοσιαλιστικές νησίδες πια»;
Νομίζω ότι σηματοδοτεί τη νέα εποχή του ΣΥΡΙΖΑ και την ιδεολογικοπολιτική του μετατόπιση. Η συνέντευξη αυτή γυρίστηκε στην Αίγινα το Σεπτέμβριο του 2018, με τον Τσίπρα ακόμα Πρωθυπουργό. Εκείνη τη στιγμή, απευθύνεται με πλήρη συνείδηση στους ψηφοφόρους τού ΣΥΡΙΖΑ, κάνοντας ένα άνοιγμα προς μια πιο σοσιαλιστική νοοτροπία. Είναι μαχαιριά στο στήθος για όσους πίστεψαν το όραμα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, είναι όμως και μια παραδοχή της σύγχρονης πραγματικότητας. Σφραγίζει το πέρας της εποχής του ιδεαλισμού και την αρχή της εποχής του ρεαλισμού.
Η ρήση του Βαρουφάκη «Ο λαός είχε υπερβεί την ηγεσία του, τον ηγέτη του συνολικά» υποδηλώνει άλλον ένα «Ιστορικό συμβιβασμό»;
Αφού πριν λοιδορηθήκαμε και ξεφτιλιστήκαμε ως λαός, υποφέραμε, φτωχύναμε, και μεταναστεύσαμε, κάποια στιγμή, κάναμε μια έφοδο στον ουρανό με πλήρη συνείδηση, σε μια από αυτές τις σπάνιες στιγμές που έχει να επιδείξει η Ιστορία. Έγινε ένα άλμα, ακόμα κι αν δεν είχαν όλοι συνειδητοποιήσει τι σήμαινε να βγει η Ελλάδα από το ευρώ. Πέντε χρόνια μετά, καταλήξαμε στην αναζήτηση της κανονικότητας. Απογοητευτήκαμε και από τη στιγμή που ηττηθήκαμε, συμβιβαστήκαμε. Μετά είδαμε πρόσφυγες να πλημμυρίζουν τις πόλεις και τα χωριά μας, αντιδράσαμε με αλληλεγγύη, αλλά και με ρατσισμό και φασισμό, που οδήγησαν σε μια συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, μέχρι και την επαναφορά του θέματος των εκτρώσεων. Σήμερα έχουμε περάσει το στάδιο της οργής και βρισκόμαστε ακόμα στο πένθος, είμαστε μια κοινωνία που εκφασίζεται και δεν αναφέρομαι στην πολιτική τοποθέτηση καθενός, αλλά σε συμπεριφορές: πώς κοιτάζουμε να βολευτούμε, πώς αντιλαμβανόμαστε τους αδύναμους. Η ελπίδα θα ξαναγεννηθεί, μόλις υπάρξει ένα πρόταγμα.
Επέλεξες τον Αλαίν Μπαντιού για τις δηλώσεις του: «ήθελαν να δείξουν πως τίποτα άλλο δεν είναι εφικτό έξω από το δικό τους σύστημα», «παλιά, ο ιμπεριαλισμός ρυθμιζόταν με την αποικιοκρατία, τώρα φτιάχνουν ζώνες αποσταθεροποίησης με ολόκληρες χώρες»;
Διαβάζω τον Μπαντιού και έχουμε ανάγκη φιλοσόφους σαν αυτόν, γιατί συμπυκνώνουν υπέροχα τις εξελίξεις. Στο τελευταίο βιβλίο του αναλύει πώς δημιουργούνται ζώνες επιρροής, αποδιοργανωμένες πολιτικά με εικονικές διοικήσεις, αναγκασμένες να εκτελούν πολιτικές που σε κανονικές συνθήκες δεν θα υποστήριζαν, προκαλώντας αναταραχή, ώστε οι εταιρίες και ο καπιταλισμός να κάνουν τη δουλειά τους. Ασκώντας κριτική από τα αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο Μπαντιού υπογραμμίζει κάτι που εντέχνως δεν έχει ειπωθεί: τα γεγονότα του 2015 δεν ήταν μόνο μάχη για την οικονομία, αλλά σύγκρουση μεταξύ νεοφιλελεύθερου δόγματος και μιας διαφορετικής προοπτικής. Η μνημειώδης νίκη του κατεστημένου απέναντι στον Τσίπρα ήταν το ιδεολογικό εγχείρημα-μήνυμα προς όλο τον κόσμο, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, γιατί ακόμα και όσοι το επιχείρησαν, υποχρεώθηκαν να υποταχθούν στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Τέλος. There Is No Alternative-T.I.N.A.
Εκτός από τις σκληρές εικόνες του απάνθρωπου ξυλοδαρμού του Ζακ Κωστόπουλου, έδειξες και πλάνα όπου μιλάει ως συνειδητοποιημένος ακτιβιστής. Τον είχες γνωρίσει;
Δυστυχώς, τον έμαθα όπως όλοι μας από αυτή την τηλεοπτική εικόνα του λιντσαρίσματος, επειδή τον πέρασαν για ληστή! Ταξιδεύοντας την επόμενη σε ένα φεστιβάλ στο εξωτερικό, μιλάω μόνο γι’ αυτό, γιατί κανείς δεν έχει ενημερωθεί, συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα του συμβάντος, που πιστοποιούσε τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Το υλικό που τον δείχνει να μιλάει ως ακτιβιστής το βρήκα στο ντοκιμαντέρ του «Vice: Drag nights in Athens». Από εκεί προέρχεται η συνέντευξη αυτή, το γράφω και στους τίτλους τέλους, δεν το έχω τραβήξει εγώ.
Επέλεξα όμως και πλάνα του ξυλοδαρμού, γιατί ως πολεμικός ανταποκριτής επτά πολέμων, γνωρίζω καλά, πως αν δεν δείξεις τη βία, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει πόλεμος. Αν παρακολουθήσει κανείς μόνο την έκρηξη πυραύλων που πέτυχαν το στόχο, σαν να παίζει ηλεκτρονικό παιχνίδι, από ασφαλή απόσταση, δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει στο έδαφος, τι παθαίνει αυτός που δέχεται τον πύραυλο.
Προσεγγίζεις και την Μάγδα Φύσσα, χωρίς να στέκεσαι στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Γιατί;
Δεν υπάρχει καθόλου οπτικό υλικό από τη δίκη της Χρυσής Αυγής, γιατί γίνεται χωρίς κάμερες. Η Μάγδα Φύσσα μιλάει για τη δίκη αυτή καλύτερα από οποιονδήποτε αναλυτή. Προσπάθησα να δείξω πόσο ταγμένη είναι η Μάγδα στην υπόθεση αυτή, περιγράφοντάς την απλά, μέσα από την καθημερινότητά της. Αλλάζει δυο συγκοινωνίες κάθε πρωί για να πηγαίνει στο δικαστήριο και το μεσημέρι γυρνάει σπίτι να μαγειρέψει και την άλλη μέρα τα ίδια. Εκθέτω επίτηδες τις δυνατές φωτογραφίες με το εξαγριωμένο βλέμμα της έτοιμη να χιμήξει σαν τίγρη, ενώ κάποιος την συγκρατεί. Στο πρόσωπό της βλέπω μια μάνα που έχει σηκώσει στους ώμους της ολόκληρο το βάρος του φασισμού στην Ελλάδα.
Via: Yorgos Avgeropoulos’ interview about his new film “AGORA II – Chained” | DOCUMENTO (in Greek)
Ο Γιώργος Αυγερόπουλος μιλάει για τη νέα του ταινία «Agora II – Δεσμώτες»
16.02.2020
Θανάσης Καραμπάτσος, Παναγιώτης Φρούντζος
Όταν το ψέµα γίνεται όµορφη αλήθεια/ όταν τα χρώµατα βυθίζονται στο µαύρο/ όταν η φλόγα δεν ζεσταίνει άλλο/ άγριες οι µέρες µας» τραγουδά ο Γιώργος Αυγερόπουλος στην έναρξη του καινούργιου του ντοκιµαντέρ «Agora II – ∆εσµώτες».
Χιλιάδες εικόνες καταγραµµένες από τις αρχές του 2015, µε τη νέα τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να ρίχνεται στη χοάνη της διαπραγµάτευσης και τον κόσµο γεµάτο ελπίδα να προσδοκά την αλλαγή της πορείας της χώρας, έως το 2019 και την παλινόρθωση της ∆εξιάς. Ο Γιώργος Αυγερόπουλος ακολουθούσε τον Γιάνη Βαρουφάκη στον λαβύρινθο, συζήτησε επί ώρες µε τον Αλέξη Τσίπρα, βίωσε την περιπέτεια ενός ζευγαριού προσφύγων από τη Συρία, κατέγραψε την αγωνία Ελλήνων µεταναστών και ανέδειξε το δράµα της Μάγδας Φύσσα και το λιντσάρισµα του Ζακ Κωστόπουλου στο κέντρο της Αθήνας για να συγκεντρώσει ψηφίδες από τη µεγάλη εικόνα των άγριων ηµερών που ζήσαµε και θα συνεχίσουµε να ζούµε.
Πρόσεξα ένα πλάνο στην έναρξη της «Agora II» στο οποίο κατέγραψες το σύνθηµα «Η ελπίδα έρχεται» για να καταλήξεις προς το τέλος της ταινίας µε την αποστροφή «δεν µπορούµε να κάνουµε πια όνειρα» µιας από τις ηρωίδες της ταινίας σου. Τελειώσαµε πλέον µε τα όνειρα και τις ελπίδες;
Οχι, γι’ αυτό έχει γίνει αυτή η ταινία, για να µην τελειώσουν. Οτι υπήρξε µια ήττα, ένας συµβιβασµός το παραδέχεται µέχρι και ο Τσίπρας. Οµως το βασικό δεν είναι η ήττα, αλλά ότι δεν υπάρχει πρόταγµα. Πρέπει να δηµιουργήσουµε το πρόταγµα και µε κάποιον τρόπο πρέπει να αρχίσουµε να το συζητάµε. Οταν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της κατασκευής της ταινίας συζητούσα µε διάφορους προοδευτικούς και τους µετέφερα την πρόθεσή µου µου έλεγαν «άσ’ τα αυτά τώρα, πέρασαν, τι κάθεσαι και ασχολείσαι;». Προσωπικά δεν πιστεύω ότι πρέπει να ρίξουµε την οπισθοχώρηση, τον συµβιβασµό, την ήττα κάτω από το χαλί. Πρέπει να αναλύσουµε αυτά που συνέβησαν, να βγάλουµε τα συµπεράσµατά µας και να προχωρήσουµε. Και γι’ αυτό χρειάζεται η συνεννόηση των προοδευτικών δυνάµεων του τόπου για να συνθέσουν το νέο πρόταγµα. Πρέπει να αλλάξουµε αυτή την κοινωνία, η οποία εκφασίζεται αργά και σταθερά. Στον αντίποδα αυτής της φασιστικής ωρίµανσης βρισκόµαστε εµείς που σκεφτόµαστε έτσι. Μακάρι –και µε αφορµή την ταινία– να ανοίξει ένας διάλογος ειλικρινής χωρίς αυτοµαστιγώµατα –φτάνει πια– µεταξύ µας και να αναρωτηθούµε: «OΚ, τι πρέπει να συµβεί από δω και στο εξής;». Μπορεί να είναι ονειρικό αυτό και να µην υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συµβεί στις παρούσες συνθήκες, αλλά κάποια στιγµή πρέπει να συµβεί. Η ταινία µου δεν είναι ένας θρήνος για τη χαµένη ευκαιρία. Γι’ αυτό επέλεξα να την κλείσω αποτυπώνοντας τα µάτια ενός παιδιού προσφύγων, µε την ελπίδα.
Η ελπίδα που είχε φουντώσει την εποχή του δηµοψηφίσµατος. Τι σου έχει πει ο Αλέξης Τσίπρας γι’ αυτό το γεγονός;
Με τον Αλέξη Τσίπρα µείναµε αυστηρά στα γεγονότα. Κάναµε πολύ µεγάλες συζητήσεις στη διάρκεια των οποίων προσπαθούσε να µου δώσει να καταλάβω ότι στην περίπτωση του δηµοψηφίσµατος έθεσε ένα συγκεκριµένο ερώτηµα: συµφωνείτε µε την πρόταση των δανειστών ή όχι; Τόνιζε και τονίζει συνέχεια ότι δεν είχε καµία πρόθεση να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ και να έρθει σε ρήξη µε την Ευρώπη. Χρησιµοποίησε το δηµοψήφισµα για να µοχλεύσει δύναµη από τον λαό, όπως αναφέρει και ο υφυπουργός Οικονοµικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου στο ντοκιµαντέρ, και να µπει εκ νέου στη διαπραγµάτευση µε άλλους όρους. Το ότι εµείς κάναµε εκείνη τη στιγµή έφοδο στον ουρανό την κάναµε. Και καλά κάναµε. Νοµίζω δε ότι ένα πολύ µεγάλο κοµµάτι του κόσµου, µεταξύ του οποίου περιλαµβάνω και τον εαυτό µου, ήταν έτοιµο εκείνη την περίοδο να αντιµετωπίσει όλες τις πιθανότητες. Ηµασταν ιδεαλιστές, οι ιδεαλιστές που καταλάµβαναν τις πλατείες. Και φτάσαµε στο παρόν, στην εποχή του ρεαλισµού, να αναζητάµε την υπερκανονικότητα.
Αυτό µοιάζει να είναι το 1905 της Ελλάδας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει την τεράστια οπισθοχώρηση των κινηµάτων;
Σε αυτό το ερώτηµα απαντούν «κάναµε ό,τι µπορέσαµε». Αυτό αρκεί; Οχι. ∆εν ξέρω βέβαια αν ήµουν στη θέση του Τσίπρα τι θα έκανα. Εχοντας µελετήσει την περιπέτεια της Αργεντινής σε αυτό το επίπεδο µπορώ να πω ότι θα περνάγαµε τόσο δύσκολα που δεν θα µπορούσαµε να το φανταστούµε. Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα έπληττε περισσότερο τους αδύναµους της κοινωνίας. Αυτούς που στην Αργεντινή έτρεχαν στην κρεαταγορά όταν έκλεινε και µάζευαν τα κόκαλα για να βράσουν σούπα.
Και στην Ελλάδα βλέπαµε συνταξιούχους όταν µάζευαν οι λαϊκές να παίρνουν αυτά που άφηναν πίσω τους οι πάγκοι.
Φαντάσου όµως αυτό που ζήσαµε σε πολλαπλάσιο βαθµό. Κάποια χρόνια µετά ενδεχοµένως να υπήρχε ανάπτυξη όπως στην Αργεντινή. Θα συνέβαινε το ίδιο στην Ελλάδα; ∆εν ξέρω, δεν το γνωρίζω πραγµατικά. Κανένας από µας δεν είχε το δίληµµα του Τσίπρα, ούτε ο Βαρουφάκης το είχε. Και, προς τιµήν του, το παραδέχεται. Γυρνάει και λέει: «∆ηλαδή τι θέλετε, να φτωχοποιήσω δύο εκατοµµύρια κόσµο;».
Είναι πολύ πρόσφατα τα γεγονότα.
Σωστά. Αµα µελετούσαµε τα γεγονότα από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούλιο του 2015 ύστερα από 20 χρόνια και ξέραµε σε ποιο επίπεδο βρίσκεται πλέον η κοινωνία µας, µπορεί να λέγαµε «έπρεπε να βγούµε». Ούτως ή άλλως κάποια στιγµή ως κοινωνία πρέπει να συζητήσουµε την παραµονή στο ευρώ, όπως και τι µας προσφέρει η Ευρώπη. Το λέω µε την έννοια ότι δεν πρέπει να υπάρχει φετιχισµός σε σχέση µε αυτό το ζήτηµα.
Καταγράφεις µια σκηνή µε τον Γιάνη Βαρουφάκη την ηµέρα του δηµοψηφίσµατος που λέει πως µάλλον το αποτέλεσµα θα είναι αρνητικό. Τόσο γρήγορα έχασαν τη γείωσή τους µε την κοινωνία;
Εχεις δίκιο – τι να σου πω; Ο Βαρουφάκης το λέει ξεκάθαρα· δεν πίστευε ότι θα νικήσουν. ∆εν ξέρω εάν αυτό ήταν συνολική πεποίθηση του Μαξίµου ότι µπορεί να µην πάρουν το δηµοψήφισµα. Νοµίζω ότι µπορεί να έλπιζαν πως θα νικήσουν, αλλά όχι µε τόσο µεγάλο ποσοστό. Φαντάζοµαι ότι όταν βρίσκεσαι σε θέση εξουσίας, το τίµηµα είναι να χάνεις την επαφή σου µε την κοινωνία.
Συζητήσατε µε τον Αλέξη Τσίπρα σχετικά µε το τι έφταιξε και οδηγήθηκε η κατάσταση σε αδιέξοδο;
Το συζήτησα και µε τους δύο. Εχω την εντύπωση ότι η µπάλα χάθηκε στην αρχή. Αν είσαι νοήµων, δεν µπορείς να κατηγορήσεις µια κυβέρνηση η οποία πάει να διαπραγµατευτεί καλύτερους όρους. Αυτό για το οποίο µπορείς να την κατηγορείς είναι ότι δεν ήταν κατάλληλα προετοιµασµένη. Ο πύραυλος πυροδοτήθηκε το 2012 και από εκείνη τη στιγµή και µετά έπρεπε να διερευνηθεί πλήρως όλο αυτό το σκηνικό που διαδραµατίζεται στην Ευρώπη, όπως και το ποιοι είναι και πώς λειτουργούν οι µηχανισµοί της. Σε αυτό το σηµείο µπορείς να τους κατηγορήσεις· όχι για τη διαπραγµάτευση. Αν θυµάµαι καλά, µέχρι τις 24 Φεβρουαρίου έπρεπε να έχουν καταλήξει γιατί τότε έληγε το πρόγραµµα. Είχαν µπροστά τους µόνο λίγες ηµέρες –από τις 11 µέχρι τις 24 Φεβρουαρίου– και γι’ αυτό είχε φροντίσει η προηγούµενη κυβέρνηση, προκειµένου να δικαιωθεί για την αριστερή παρένθεση. Οταν λοιπόν πήγε ο Βαρουφάκης και είπε ότι το πρόγραµµα που εφαρµοζόταν έως τότε δεν µπορεί να συνεχιστεί γιατί απορρίφτηκε από τον λαό µέσω της εκλογικής διαδικασίας τού είπαν ότι αυτό δεν τους αφορά στο ελάχιστο. Κάπως έτσι ξεκίνησε η φάση µε τη δηµιουργική ασάφεια, δηλαδή ακολούθησαν έναν δρόµο ναρκοθετηµένο. Τελικά ισχύει αυτό που λέει ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ στην ταινία: φάνηκε αµέσως ότι ήταν άπειροι.
Μέσα από τις δηλώσεις τους στο «Agora II» οι άνθρωποι των δανειστών παρουσιάζονται αµοραλιστές, συνειδητά ψεύτες, γκάνγκστερ. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν το κατάλαβαν;
∆εν ξέρω. Ηθελαν να αλλάξουν τον κόσµο, να αλλάξουν την Ευρώπη. Το πίστευαν αυτό. Είχαν καλές προθέσεις. Αλλά θεωρώ ότι θα έπρεπε να είναι πιο υποψιασµένοι σχετικά µε το πώς δουλεύει αυτό το σύστηµα. Προσωπικά διαφωνώ µε την προσέγγιση του γκάνγκστερ. Μια καταλυτική εξήγηση για το πώς λειτουργεί η Ευρώπη και πώς λειτούργησε στην ελληνική υπόθεση –που µας έπιασαν από τον λαιµό και µας ταπείνωσαν– συµπυκνώνεται στην ατάκα που λέει ο Γιούνκερ στο τέλος της διαπραγµάτευσης: «This is a typical European arrangement». Εχουµε κοινό νόµισµα και θα κάνεις αυτό που σου λέµε. Είσαι αδύναµος και θα υποταχτείς.
Και στο τέλος της ηµέρας ήρθε ο Αδωνης…
Ηρθε ο Αδωνης και σου λέει βγήκε η ∆εξιά εξαγνισµένη. Από τη στιγµή που ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε τη συγκεκριµένη πολιτική, εµάς γιατί µας κατηγορείτε; Εµείς θα τα φτιάξουµε πιο καλά, όπως πρέπει, χωρίς καµία τύψη και ενοχή. Βέβαια, βλέποντας τη σηµερινή κατάσταση που βιώνουµε αν κάποιος αναλύσει τους πρώτους µήνες της διακυβέρνησης της Νέας ∆ηµοκρατίας θα καταλάβει πάρα πολλά πράγµατα σε σχέση και µε την προηγούµενη κυβέρνηση. Η σύγχυση των εννοιών που υπάρχει µε τη σηµερινή κυβέρνηση, η οποία έχει µπερδέψει, ας πούµε, την αστυνόµευση µε την αστυνοµοκρατία. Είναι άλλο το ένα, άλλο το άλλο. ∆εν µπορείς να υποστηρίζεις έναν λόγο που είναι πολύ κοντά σε εκείνον της Χρυσής Αυγής, ότι θα κάνουµε κλειστά κέντρα και δεν θα πετάει κουνούπι. ∆εν µπορείς… Και βγαίνει και η Ξαφά και λέει ότι το Υπερταµείο είναι ό,τι καλύτερο έχει συµβεί. Η µέρα της µαρµότας δηλαδή, ξανά τα ίδια, ξανά κύκλος. Εκεί το σταµατάς και πας πάλι στο «Agora I».
Είναι σαφές και αληθές αυτό που αναφέρεται στην ταινία σου. Οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν εξαφανίστηκαν. Αφοµοιώθηκαν από τη Ν∆.
Είναι καταγραµµένο πλέον πως ένα κοµµάτι της ελληνικής κοινωνίας είναι φασιστικό. Και υπήρχε πάντα. Ηταν εκεί. Και ο εκφασισµός δεν έχει να κάνει τόσο µε την πολιτική τοποθέτηση καθενός, αλλά µε τη συµπεριφορά του, την καθηµερινότητά του. Ανοίξαµε εκ νέου στην Ελλάδα το θέµα των εκτρώσεων. Πηγαίναµε µε τη σύντροφό µου και παραγωγό µου Αναστασία στη Λατινική Αµερική τη δεκαετία του ’90 και βλέπαµε αφίσες στους δρόµους που υποστήριζαν την απαγόρευση στην άµβλωση και γελάγαµε. Και ήµασταν περήφανοι που η χώρα µας αυτό το ζήτηµα το είχε αφήσει πίσω. Και τώρα βλέπεις ότι αυτό επανέρχεται πολύ πιο έντονα µε έναν πολύ πειστικό alt-right λόγο.
Το ότι όµως η ατζέντα της ακροδεξιάς φράξιας της Ν∆ γίνεται ατζέντα της κοινωνίας είναι η ήττα της Αριστεράς.
Πρέπει να µεσολαβήσει η πολιτική για να µη ριζώσει ο ρατσισµός. Πρέπει κάποιος να ακούσει και την κοινωνία, η οποία διαµαρτύρεται. Για ποιον λόγο γίνεται αυτό; Πώς οι τοπικές κοινωνίες των νησιών που άπλωσαν το χέρι τους στους πρόσφυγες πλέον αντιδρούν;
Τώρα µάλιστα οι σηµερινοί κυβερνώντες τους επιτάσσουν την περιουσία.
Ηταν που θα έρχονταν οι αριστεροί να τους πάρουν τα σπίτια. Θυµάµαι το 2016 που τέθηκε σε εφαρµογή το πρόγραµµα µετεγκατάστασης των προσφύγων σε ξενοδοχεία στην ενδοχώρα και γελούσε η τότε αντιπολίτευση. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα θέµα που θα µας απασχολήσει πάρα πολύ µαζί µε τους πλειστηριασµούς.
Γιώργος Αυγερόπουλος: «Ο καθένας στην Ευρώπη κοιτάζει τα συμφέροντα του. Πού είναι ο ανθρωπισμός σε αυτή την εξίσωση;»
13.02.2020
Θεοδόσης Μίχος
Tο «AGORA II – Δεσμώτες» είναι μια ταινία ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που αναφέρεται στα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής μας. Το γυρίσματα ξεκίνησαν το 2015 και τελείωσαν πρόσφατα. Έχει να κάνει με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση που βιώσαμε αυτά τα χρόνια. Είχα την τύχη να έχω στα χέρια μου ένα εξαιρετικό υλικό -για παράδειγμα από τις διαπραγματεύσεις του 2015, με πάρα πολύ καλή πρόσβαση πίσω από τις κλειστές πόρτες των Βρυξελλών- και να ζω την αγωνία και την ένταση κάθε στιγμής. Αυτή η καταγραφή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο, αλλά και στο κοινωνικό, όπου παρακολούθησα, μαζί με τους συνεργάτες μου, συγκεκριμένους ανθρώπους σε βάθος χρόνου. Μόνο έτσι βλέπεις πώς μεταλλάσσονται οι άνθρωποι, τι τους συμβαίνει. Μια εξαιρετική γυναίκα, για παράδειγμα, η Λία από τη Θεσσαλονίκη, άνεργη όπως και ο άντρας της, ο οποίος φεύγει πρώτος και πηγαίνει στη Γερμανία, σιγά σιγά ακολουθεί κι εκείνη, κάνει μαθήματα γερμανικών, ξηλώνει όλο το σπίτι, κλαίει…
Είναι ένα έργο που θα έλεγα ότι λειτουργεί ως αντίδοτο στη λήθη, μας θυμίζει πάρα πολλά πράγματα, τα οποία ζήσαμε όλοι μας. Νομίζω ότι είναι ένα βαρύ έργο για εμάς, για τους Έλληνες ειδικά. Δηλαδή στο εξωτερικό το αντιμετωπίζουν όλο αυτό κάπως σαν «κοίτα να δεις τι συνέβη σε αυτή τη χώρα τα τελευταία χρόνια». Αλλά για εμάς είναι πολύ πιο σκληρό.
Είναι η δεύτερη ταινία μου για την ελληνική κρίση, προηγήθηκε η ταινία «AGORA Ι – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές». Το νέο ντοκιμαντέρ είναι η συνέχεια. Δηλαδή έχω καταγράψει όλη τη δεκαετία της ελληνικής κρίσης. Ίσως αυτό να αποδειχτεί χρήσιμο για τις μελλοντικές γενιές -για να μην ξεχάσουν και να μπορέσουν να αντλήσουν χρήσιμα συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη δεκαετία- και ενδεχομένως για τους μελετητές. Ένα τεκμήριο ιστορικής μνήμης είναι πάντα χρήσιμο γιατί συμπυκνώνει την ιστορία, εν προκειμένω μέσω μια οπτικοακουστικής καταγραφής.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την πρόσβαση που είχα και την παρουσία μου στα κρίσιμα Eurogroup και όχι μόνο, μπορώ να πω ότι είχα συνείδηση της ιστορικότητας των στιγμών. Υπήρχαν στιγμές που δεν πίστευα κι εγώ ο ίδιος όσα κατέγραφα με την κάμερα. Πολλές φορές ήταν επώδυνο. Διότι είσαι απλά παρατηρητής, δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα. Υπήρξαν πράγματα που διάβασα είκοσι μέρες ή ένα μήνα μετά γραμμένα λάθος, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν πρόσβαση. Τους είχα πει -και αυτό ήταν η αλήθεια- ότι εγώ κάνω ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, μια μακροχρόνια καταγραφή. Επομένως δεν ήμουν εκεί για την ειδησεογραφία της στιγμής, κι αν ήθελα να δω τα πράγματα καθαρά, έπρεπε να έχω κατά τη μεγάλη εικόνα και να περιμένω.
Πιστεύω ότι είναι μία από τις πιο δύσκολες ταινίες που έχω κάνει, γιατί έχει πάρα πολλά επίπεδα. Και χρονικά αλλά και επίπεδα που έχουν να κάνουν με διαφορετικές ιστορίες που σχετίζονται με την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, που έπρεπε να δέσουν ώστε να δίνουν στο θεατή ένα ομογενοποιημένο σύνολο. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι σχετικά με την παραγωγή. Κατά τα άλλα, δύσκολο ήταν και το πολιτικό κομμάτι, γιατί έπρεπε να είμαι τόσο κοντά στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη ώστε να μπορώ να τους κινηματογραφώ, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά για να μπορώ να βλέπω καθαρά.
Πολλές φορές αισθανόμουν ότι περπατούσα πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, χρειάστηκαν πάρα πολλοί λεπτοί χειρισμοί και ισορροπίες. Δύσκολο ήταν φυσικά και το υπόλοιπο κομμάτι που ζήσαμε όλοι μας, της μακροχρόνιας παρατήρησης των ανθρώπων, των χαρακτήρων δηλαδή που ακολουθούσα μέσα στο χρόνο. Έπρεπε να είμαι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, μέρα νύχτα, να είμαι δίπλα τους. Έπρεπε, πώς να το πω, να είμαι παντού, συνεχώς σε μια κατάσταση ετοιμότητας.
Είναι ένα έργο που έχει γυριστεί σε Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, ΗΠΑ και Ολλανδία. Εκτός από την κατηγορία των talking heads, όπως λέγονται, -Τσίπρας, Βαρουφάκης, Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM, Λαρς Φελντ της Επιτροπής Σοφών της Γερμανίας, Μοσκοβισί, Σαπέν, ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών Τζακ Λιου, μεταξύ άλλων- είναι και οι απλοί άνθρωποι που μιλάνε στην κάμερα. Για παράδειγμα το ζευγάρι των προσφύγων από τη Συρία, δύο εξαιρετικά παιδιά. Ήταν 26 και 24 ετών αντίστοιχα όταν τους πρωτοσυνάντησα στη Λέσβο τη «μέρα μηδέν», όταν έφτασαν με μία από τις κλασικές, μεγάλες, πλαστικές, μαύρες βάρκες. Από τότε τους ακολούθησα μέχρι τον τελικό τους προορισμό. Ήμουν σχεδόν κάθε μέρα μαζί τους.
Στο ντοκιμαντέρ υπάρχει και ο Ζακ Κωστόπουλος, τον οποία γνώρισα όπως ο περισσότερος κόσμος. Όταν έγινε το λιντσάρισμά του κοντά στην Ομόνοια, έμεινα με το στόμα ανοιχτό, δεν το πίστευα ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ ενδεικτική περίπτωση για το πώς αντιδράει και το προς τα πού βαδίζει η κοινωνία μας. Συντηρητικοποιείται και εκφασίζεται αργά και σταθερά. Από το πουθενά άνοιξε το θέμα των εκτρώσεων ξαφνικά. Τέτοια πράγματα έβλεπα στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ’90, όταν ταξίδευα με τη σύντροφο μου, και γελάγαμε πικρά. Γιατί αυτό το θέμα στην Ελλάδα το είχαμε αφήσει πίσω. Το είχαμε λύσει. Και τώρα ξαφνικά βγαίνει ξανά στην επιφάνεια κι ο κόσμος αρχίζει να το συζητάει. Αντιδρούν κιόλας κάποιοι γιατί κατέβηκαν οι αφίσες από το μετρό κι αυτό, λένε, είναι αντιδημοκρατικό. Μα είναι ψηφισμένος νόμος του κράτους. Πάλι τα ίδια θα συζητάμε; Σχετικά, τώρα, με τον Ζακ Κωστόπουλο, όταν έλεγα σε ξένους φίλους, που δεν έχουν σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, για παράδειγμα σε έναν εξαιρετικό Γερμανό ντοκιμαντερίστα, ότι στο κέντρο της Αθήνας λιντσαρίστηκε ένας άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο, γύρισε και μου είπε το εξής: εμείς γιατί δεν το είδαμε αυτό στα γερμανικά δελτία ειδήσεων;
Από τότε που άρχισε η κρίση, αυτός ο λαός φτώχυνε, διαλύθηκε, χλευάστηκε, τόλμησε κάποια στιγμή να ελπίζει ότι το πράγμα θα μπορούσε να αλλάξει, έκανε έφοδο στον ουρανό, ηττήθηκε, συμβιβάστηκε, πάλεψε σκληρά να επιβιώσει, μετανάστευσε και πλέον έχει περάσει από την εποχή του ιδεαλισμού στην εποχή του ρεαλισμού. Αυτό έχει γίνει. Είναι η πορεία ενός λαού που πέρασε από χίλια κύματα και πλέον συντηρητικοποιείται αργά και σταθερά. Από την εποχή της εφόδου στον ουρανό, στην εποχή της υπερκανονικότητας. Δώστε μου υπερκανονικότητα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Προφανώς η κρίση έχει τελειώσει μόνο στα χαρτιά. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ πιστώνονται το γεγονός ότι όντως έβγαλαν τη χώρα από τα μνημόνια. Κάτι που ήθελαν οι Ευρωπαίοι, γιατί σήμανε και το τέλος της «ευρω-κρίσης». Τυπικά όλα αυτά. Κι όλοι χειροκρότησαν. Αλλά τα ερείπια και οι πληγές που έχουν μείνει πίσω θα κάνουν πολλά χρόνια να επουλωθούν. Και δεν ξέρω αν ορισμένες από τις πληγές θα επουλωθούν ποτέ.
Αυτό που έχει προδιαγραφεί για την Ελλάδα είναι ότι μέχρι το 2060 η χώρα δεν θα πρέπει να παρουσιάσει ποτέ έλλειμμα, αλλά να είναι πάντα πλεονασματική, κάτι που δεν έχει γίνει πουθενά αλλού στον κόσμο. Δεν το έχει καταφέρει κανένα άλλο κράτος. Δεν το λέω εγώ, το λέει στο ντοκιμαντέρ ο Λαρς Φελντ, μέλος της επιτροπής σοφών της γερμανικής οικονομίας. Κι έρχεται ο Κλάους Ρέγκλινγκ να τον διαψεύσει on camera λέγοντας μου: κοίταξε να δεις, αυτό δεν είναι σωστό, πολλές χώρες, σαν την Ιταλία, τη Φινλανδία, το Βέλγιο, τα κατάφεραν. Για να δούμε λοιπόν, σκέφτομαι μετά, αν έχει δίκιο. Έκανα ένα απλό fact checking και διαπίστωσα ότι μου έλεγε ψέματα μέσα στα μούτρα. Όλες οι κανονικές χώρες του πλανήτη έχουν κάποια χρόνια πλεονάσματα και κάποια χρόνια ελείμματα. Το αναφέρω όλο αυτό για να καταλαβαίνει ο κόσμος ότι ακόμη και άνθρωποι υποτιθέμενου θεσμικού κύρους, ψεύδονται ασύστολα. Κάτι που βλέπουμε πολύ συχνά και στα δελτία ειδήσεων.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί μας ζητάνε κάτι εφόσον ξέρουν ότι θα αποτύχουμε, αυτό δηλαδή αναρωτιέμαι όχι μόνο εγώ ή εσύ αλλά και οι Αμερικανοί, ο υπουργός και ο υφυπουργός οικονομικών, οι οποίοι θεωρούν ότι το θέμα της Ελλάδας δεν έχει κλείσει, ότι αυτό που ζητείται από είναι ανέφικτο. Τόσο απλά. Το ζητάνε όμως αφενός γιατί ίσως να πιστεύουν ότι μία στο εκατομμύριο μπορεί να γίνει θαύμα, και από την άλλη γιατί είναι της λογικής «ντάξει μωρέ, κάν’το τώρα να κλείσει η ιστορία, να πούμε ότι τελείωσε η κρίση, να πιστωθούμε αυτό το γεγονός, και θα δούμε στο μέλλον, το 2060 είναι μακριά. Η τωρινή κυβέρνηση πηγαίνει και διαπραγματεύεται τα πρωτογενή πλεονάσματα. Και καλά κάνει.
Πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι να ζεις, όπως λένε κάποιοι, χωρίς δανεικά, αλλά να παράγει η οικονομία σου περισσότερα απ’ όσα ξοδεύει. Μπράβο. Αυτό θέλουμε όλοι. Αυτό που λέω εγώ είναι ότι δε μπορεί μία οικονομία επί σαράντα συναπτά έτη να παράξει μόνο πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν έχει συμβεί σε καμία άλλη δημοκρατική χώρα του πλανήτη.
Μία από τις πιο δύσκολες στιγμές των γυρισμάτων ήταν όταν είχε μόλις τελειώσει το Eurogroup της 27ης Ιουνίου 2015. Θυμίζω ότι ο Τσίπρας είχε μόλις προκηρύξει δημοψήφισμα. Πηγαίνουν την επόμενη μέρα στο Eurogroup ο Βαρουφάκης και ο Τσακαλώτος, τους πιάνουν απ’ τα μούτρα οι εταίροι και τους λένε: έχετε αποχωρήσει μονομερώς από τις διαπραγματεύσεις, το δημοψήφισμα μεταφράζεται σε ναι ή όχι στο ευρώ. Τους ζήτησαν, μάλιστα, να φύγουν από τη συνεδρίαση. Ήταν θυελλώδες αυτό το Eurogroup. Κατάφερα να το ακούσω από μια χαραμάδα. Κυριολεκτικά. Ήμουν στη διπλανή αίθουσα και μία γυψοσανίδα δεν εφάρμοζε καλά, με αποτέλεσμα να περνάει ο ήχος πεντακάθαρα, σαν το Ηρώδειο. Κάθισα εκεί δύο ώρες ακίνητος, ακούγοντάς τους να είναι λάβροι απέναντι μας. Θλιβερή λεπτομέρεια ότι ο Κύπριος ήταν βασιλικότερος του βασιλέως. Τελειώνει λοιπόν η συνεδρίαση, ανεβαίνουν οι Έλληνες πάνω κι ενημερώνει ο Βαρουφάκης τον Δραγασάκη. Έβλεπες πραγματικά τον κόσμο της ελληνικής αντιπροσωπείας σε τρομερή ανησυχία. Κάποιοι έκλαιγαν. Υπήρχε απίστευτη ένταση. Όλοι καταλάβαιναν ότι το πράγμα είχε χτυπήσει σε τοίχο. Φαντάσου ότι όταν έφυγε η ελληνική αντιπροσωπεία το απόγευμα της 27ης για να γυρίσει στην Αθήνα, ο κόσμος αποχαιρετιόταν σαν να είχαν τελειώσει τα πάντα.
Δεν ξέρει κανείς τι θα γινόταν αν βγαίναμε από το ευρώ. Είναι κάτι που θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Θα ήμασταν καλύτερα τώρα; Θα ήμασταν χειρότερα τώρα; Η Βενεζουέλα, πάντως, είναι ατυχές παράδειγμα για να χρησιμοποιείται προς σύγκριση. Είναι προτιμότερο το παράδειγμα της Αργεντινής, που κατέρρευσε οικονομικά κι έκανε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-πέσο. Η ιστορία έδειξε ότι η Αργεντινή οχτώ χρόνια μετά την κατάρρευση της είχε ανάπτυξη που πλησίαζε το 8%, με προοδευτική κυβέρνηση. Το 2011, δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση, ξαναπήγα στην Αργεντινή και είδα μια χώρα να έχει επανέλθει στην κανονικότητα, με τα ενοίκια στα ύψη και άλλα πράγματα που βλέπουμε στην ελληνική καθημερινότητα. Μετά ανέλαβε η δεξιά κυβέρνηση του Μακρι, για να τα λέμε όλα, που ξανάβαλε τη χώρα στο Δ.Ν.Τ, κι αυτή τη στιγμή η Αργεντινή αντιμετωπίζει πάλι κίνδυνο πτώχευσης. Οπότε ας σταματήσουμε να πιπιλάμε την καραμέλα της Βενεζουέλα. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την Ελλάδα. Μιλάμε για χώρες που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση και ο κόσμος αναπαράγει τις σαχλαμάρες που διαβάζει στα social media.
Η Ευρώπη είναι ενωμένη σε ό,τι έχει να κάνει με το ευρώ, αυτό και τέλος. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις υποτιθέμενες θεμελιώδεις αξίες της, αυτό έχει πάει περίπατο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Είναι ξεκάθαρο ότι η κάθε χώρα κοιτάει να προστατέψει τα δικά της συμφέροντα. Η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε κούρεμα του χρέους, με το οποίο συμφωνούσε το Δ.Ν.Τ και οι Αμερικάνοι αλλά εναντιώνονταν οι Ευρωπαίοι. Γύρισε σε μένα ο Σαπέν και είπε εντάξει, να το κουρέψουμε το χρέος αλλά αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα το πληρώσουν, άρα δηλαδή θα πληρώσουν και Γάλλοι;
Ο καθένας στην Ευρώπη κοιτάζει τα συμφέροντα του, κάτι που είδαμε πολύ καθαρά και με το προσφυγικό. Στην πραγματικότητα δηλαδή πρόκειται για μία οικονομική ένωση, με ένα κοινό νόμισμα. Προσωπικά, επειδή νιώθω Ευρωπαίος πολίτης, θα ήθελα κάτι πολύ παραπάνω. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στον ορίζοντα δυστυχώς. Βλέπω αυτό που βλέπουμε όλοι: η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός και όλες αυτές οι θεμελιώδεις αξίες πάνω στις οποίες υποτίθεται ότι βασίστηκε η Ένωση, δεν υπάρχουν πια. Αυτό που υπάρχει είναι το χρήμα. Και με αυτό προσπαθούν να κάνουν τον Ερντογάν να κλείσει την κάνουλα και να μη στέλνει πρόσφυγες. Με αυτά τα λεφτά προσπαθούν να κάνουν εμάς να κρατήσουμε όλους τους πρόσφυγες στο έδαφος μας. Που είναι ο ανθρωπισμός μέσα σε όλη αυτή την εξίσωση;
«AGORA II – Δεσμώτες»: Ο Γιώργος Αυγερόπουλος κατασκευάζει μία κιβωτό της μνήμης για την ελληνική κοινωνία
18.02.2020
Γιώργος Ρούσσος
O Γιώργος Αυγερόπουλος, στρέφει την κάμερά του στην ελληνική κοινωνία και καταγράφει τα σημαντικότερα γεγονότα της τελευταίας πενταετίας. Το οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο, την προσφυγική κρίση, τη δίκη της Χρυσής Αυγής, αλλά και τη δολοφονία του ακτιβιστή, Ζακ Κωστόπουλου.
Το «AGORA II – Δεσμώτες», δεν είναι ένα απλό ντοκιμαντέρ, αλλά ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Μία κιβωτό της μνήμης που προ(σ)καλεί τον θεατή να το παρακολουθήσει, γεννώντας ερωτήματα και προβληματισμούς για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας.
Ο καταξιωμένος δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής, έξι χρόνια μετά το επιτυχημένο και βραβευμένο ντοκιμαντέρ, «Agora Ι – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές», επιστρέφει δριμύτερος, καλώντας μας να θυμηθούμε όλα όσα συνέβησαν στην χώρα μας, τα τελευταία πέντε χρόνια. Το ταξίδι είναι επώδυνο. Οι αναμνήσεις ζωντανεύουν και ενοχλούν και τα ερωτήματα, πολλά και αναπάντητα.
Από τις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις στα Eurogroup, μέχρι τα capital controls και από την ελπίδα του δημοψηφίσματος, μέχρι την επιβολή των μνημονίων. Ένα κράτος που προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαχειριστεί την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, που εγκαταλείφθηκε μόνο του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κλείνοντας τα σύνορα της, άφησε αβοήθητη την Ελλάδα, απέναντι στο σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας.
Οι εικόνες πονούν, ενοχλούν, αλλά η αλήθεια είναι δυστυχώς αδυσώπητη. Όσο κι αν θες να χαρείς από την έξοδο των φασιστών της Χρυσής Αυγής από τα έδρανα της Βουλής, δεν μπορείς παρά να συγκλονιστείς από την παρουσία της Μάγδας Φύσσα, αλλά κυρίως από την στυγνή δολοφονία του ακτιβιστή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και των οροθετικών, Ζακ Κωστόπουλου.
Όλα αυτά τα γεγονότα, βρίσκονται εδώ καταγεγραμμένα μέσα από τον φακό του Γιώργου Αυγερόπουλου. Το «AGORA II – Δεσμώτες» δεν είναι ένα «εύκολο» ντοκιμαντέρ. Απαιτεί από τον θεατή την προσοχή του. Οι πληροφορίες είναι πολλές και συμπυκνωμένες μέσα σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες. Κι αυτό τελικά που μένει, είναι μία πικρή γεύση κι ένα μεγάλο «γιατί».
Γιατί μετά από όλες αυτούς τους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λάου, τις ελπίδες του, που σταδιακά εξανεμίστηκαν, επιστρέψαμε πάλι στους υμνητές των μνημονίων; Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά ελπίζουμε ότι ίσως και να μάθαμε από τα λάθη του παρελθόντος μας και καθώς η λεπτή κόκκινη γραμμή, ανάμεσα στις μαριονέτες και τον κουκλοπαίχτη έχει πλέον κοπεί, οι δικαιολογίες στερεύουν και ο καθένας μας καλείται να αναλάβει τις ευθύνες του.
«Το να μιλήσω για όσα με καίνε μέσα από μια ταινία ήταν για μένα βαλβίδα αποσυμπίεσης. Επίσης πιστεύω πως πρόκειται για την πιο δύσκολη ταινία που έφτιαξα ποτέ. Αφηγηματικά, ήταν μία πρόκληση το να συνδυαστούν διαφορετικά επίπεδα στον χρόνο, χαρακτήρες και θεματικές ώστε να δίνουν στον θεατή ένα ομογενοποιημένο σύνολο.» – Γιώργος Αυγερόπουλος
Μετά το «AGORA – Από την Δημοκρατία στις Αγορές» που προκάλεσε αίσθηση και βραβεύτηκε διεθνώς, ο Γιώργος Αυγερόπουλος επιστρέφει με την δεύτερη ταινία του για την ελληνική κρίση, το «AGORA II – Δεσμώτες». Για 4,5 χρόνια, από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι τον Ιούλιο του 2019, ο Αυγερόπουλος παρακολουθεί την κοινωνία της χώρας του σε διαφορετικά επίπεδα, με πρωταγωνιστές τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον υπουργό οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, ένα ζευγάρι προσφύγων από τη Συρία, μία τραγική μάνα, μια οικονομική μετανάστρια και έναν νέο γιατρό. Το πολιτικό επίπεδο της ταινίας συντίθεται από ένα υλικό που θα δει το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά.
Ο Αυγερόπουλος είναι ο μοναδικός κινηματογραφιστής που μπόρεσε να καταγράψει με εικόνα και ήχο ορισμένες αυθεντικές στιγμές και παρασκήνια κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές, το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015. Αυτή η καταγραφή είναι πολύ σημαντική καθώς προσθέτει άλλο ένα κομμάτι στο παζλ εκείνων των ημερών. Επεκτείνεται δε και στα επόμενα χρόνια, σε άλλες κρίσιμες στιγμές, όπως το Μακεδονικό, ή η ολοκλήρωση του προγράμματος λιτότητας το καλοκαίρι του 2018. Αυτό το εξαιρετικά σπάνιο υλικό είναι ωστόσο ένα από τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης, για να αφηγηθεί την ιστορία της ταινίας του.
Αυτό που τον ενδιαφέρει επίσης, είναι η μετεξέλιξη των χαρακτήρων που ακολουθεί μέσα στον χρόνο. Οι αποφάσεις που παίρνουν, τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουν και εν τέλει η σκληρή πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσουν για να φτάσουν, αν τα καταφέρουν, στον τελικό τους στόχο. Με αυτόν τον τρόπο ο Αυγερόπουλος δημιουργεί μια πολιτική, κοινωνική αλλά και μια βαθιά ανθρώπινη ταινία, το κινηματογραφικό μωσαϊκό της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας, θέτοντας θεμελιώδη ερωτήματα για το μέλλον τόσο της πατρίδας του, όσο και της Ευρώπης.
Via: Our rough days are not over as of yet… | EFSYN (in Greek)
Οι άγριες μέρες μας δεν τέλειωσαν ακόμα…
25.01.2020
Δημήτρης Τερζής
Την πρώτη πενταετία της κρίσης διαδέχεται η πενταετία με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ώς τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου: η κάμερα παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές στο άδυτο των Βρυξελλών, στα παρασκήνια του θυελλώδους πρώτου εξαμήνου, εστιάζει στο πρόσωπο της Μάγδας Φύσσα παρά στην ίδια τη δίκη των ναζιστών, ακολουθεί πρόσφυγες που βλέπουν το όνειρό τους να τελειώνει στην Ειδομένη, πλανάρει τον Ζακ πρώτα ζωντανό κι ανέμελο και ύστερα στο πεζοδρόμιο να τον χτυπούν βάναυσα πολίτες και αστυνομικοί… Δυνατές σκηνές, έντονα συναισθήματα και μια πίκρα σαν του μετανάστη που μονολογεί «στα μέρη μας οι άνθρωποι πεθαίνουν μια φορά. Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα».
«Κρείσσον γαρ εισάπαξ θανείν ή τας απάσας ημέρας πάσχειν κακώς»
μτφρ. «Καλύτερα να πεθάνουμε μια φορά παρά να υποφέρουμε άσχημα όλες τις μέρες».
Αισχύλος, «Προμηθέας Δεσμώτης»
Ιανουάριος 2015. Η «πρώτη φορά Αριστερά» αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η Ευρώπη χλομιάζει και μόνο στο άκουσμα της είδησης. Τα πρωτοσέλιδα των ξένων εφημερίδων εκφράζουν μια έντονη αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της ίδιας της ευρωζώνης. Ο κόσμος στον δρόμο παραληρεί… Ελπίζει στην αλλαγή.
Βλέπω τα πρώτα πλάνα του ντοκιμαντέρ «ΑΓΟΡΑ ΙΙ: Δεσμώτες», του δημοσιογράφου Γιώργου Αυγερόπουλου. Βρίσκομαι στο δωμάτιο ενός στούντιο, καθισμένος απέναντι από μια μεγάλη οθόνη. Η ταινία θα βγει στις αίθουσες στις 13 Φεβρουαρίου. Είναι το δεύτερο μισό της κινηματογραφικής καταγραφής της ελληνικής κρίσης, έξι χρόνια μετά την πρώτη ΑΓΟΡΑ, που κατέγραψε την περίοδο 2009-2014. Η ιστορία αρχίζει τον Ιανουάριο του 2015 και καταλήγει στις εκλογές του Ιουλίου του 2019.
Ορισμένα από τα πλάνα των πρώτων λεπτών προέρχονται από την πρώτη ταινία (π.χ. η μεταφορά των συλληφθέντων χρυσαυγιτών στην ΓΑΔΑ, λίγο καιρό μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα). Είναι μια τεχνική του δημιουργού να πετύχει τον σύνδεσμο μεταξύ των δύο ταινιών, του τότε με το μετέπειτα. Κατά συνέπεια, το νήμα της κινηματογραφικής και δημοσιογραφικής αφήγησης δεν κόβεται, μένει εκεί να μας θυμίζει ότι όλα συνδέονται, η Ιστορία προχωράει, με ίδιους ή και διαφορετικούς πρωταγωνιστές, αλλά πάντοτε με τα ίδια θύματα. Εν προκειμένω τον απλό κόσμο. Ελληνες και ξένους.
Οποιος έχει δει το πρώτο ΑΓΟΡΑ, βλέποντας το δεύτερο θα διαπιστώσει ότι το αφηγηματικό μοτίβο που έχει επιλέξει ο δημιουργός του είναι ακριβώς ολόιδιο.
Κεντρικό αφήγημα αποτελεί η κατάσταση της χώρας, εν προκειμένω η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ενός κόμματος που κλήθηκε να ανατρέψει τα δεδομένα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στα παρασκήνια του πρώτου εξαμήνου, με την κάμερα να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές στο άδυτο των Βρυξελλών, στα θυελλώδη Eurogroup, στις μεταμεσονύκτιες συναντήσεις με τους δανειστές, «αιχμαλωτίζοντας» τις αντιδράσεις (κινήσεις, γκριμάτσες, λόγια) των πρωταγωνιστών στο άκουσμα μιας συνήθως αρνητικής, για την Ελλάδα, εξέλιξης.
Η άλλη όψη
Παράλληλα, και με την πάροδο της πενταετίας, το ντοκιμαντέρ αφηγείται και ορισμένες παράπλευρες ιστορίες, που αποτελούν την άλλη όψη του νομίσματος. Η κάμερα εστιάζει περισσότερο στο πρόσωπο της Μάγδας Φύσσα και λιγότερο στην ίδια τη δίκη των νεοναζιστών. Η κάμερα βρέχεται στα νερά του Αιγαίου, την ώρα που μια βάρκα με πρόσφυγες φτάνει στις ακτές της Μυτιλήνης.
Η κάμερα παρακολουθεί την απόγνωση της Λίας, μιας γυναίκας από τη Θεσσαλονίκη, που αναγκάζεται να ζει στην Ελλάδα της κρίσης με τα χρήματα που στέλνει ο νεομετανάστης -στη Γερμανία- άνδρας της, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει την ιστορία ενός νέου γιατρού, ο οποίος δεν βλέπει κανένα μέλλον στη χώρα.
Με αυτά τα δεδομένα, το ΑΓΟΡΑ ΙΙ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτικό και κοινωνιολογικό θρίλερ. Και πράγματι είναι. Οι σκηνές της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου, όπου ο φακός εστιάζει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών (του Αλέξη Τσίπρα, του Γιάνη Βαρουφάκη, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του Γερούν Ντάισελμπλουμ κ.ά.), διανθισμένες από μίνι συνεντεύξεις ανθρώπων – κλειδιά εκείνης της εποχής, όπως του Κλάους Ρέγκλινγκ, του Τζακ Λιου, του Αλέξη Τσίπρα, του Γιάνη Βαρουφάκη, του Ζαν-Πιερ Μοσκοβισί, αλλά και του Γάλλου φιλοσόφου Αλέν Μπαντιού, χτίζουν ένα πλήρες αφηγηματικό οικοδόμημα που περιγράφει τι ακριβώς έγινε τότε.
«Σε μια κρίση, λάθη γίνονται», ομολογεί με περίσσιο κυνισμό ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, σε μια προσπάθεια να τινάξει απ’ τους ώμους της Ευρώπης τις ευθύνες για τις συνέπειες της πολιτικής αυστηρής λιτότητας στην Ελλάδα.
«Πάμε για πόλεμο»
«Πλησιάζουμε στην αρένα», δηλώνει μέσα στο αυτοκίνητο που τον πηγαίνει στο Eurogroup ο Γιάνης Βαρουφάκης, «θέλουν να κλείσουν τις τράπεζες, πάμε για πόλεμο», λέει ο ίδιος άνθρωπος σε μια άλλη σκηνή, στα γραφεία της ελληνικής αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες. Η απόγνωση και η κατήφεια στα πρόσωπα των παριστάμενων είναι έκδηλες.
Ο Αλέξης Τσίπρας κοιτάζει το κινητό του, ανησυχεί για τα πλεονάσματα, θέλει διαβεβαιώσεις για μείωση του χρέους, τα φλας αστράφτουν, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται αδιάλλακτοι, ο Ντάισελμπλουμ εκβιάζει, «αυτό είναι το χαρτί που πρέπει να υπογράψετε», ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται ταυτόχρονα… Η ήττα διαφαίνεται στον ορίζοντα, το ΟΧΙ, όσο βροντερό κι αν είναι, φτάνει σε ώτα μη ακουόντων.
Ο φακός κάνει ζουμ στον τελευταίο ήρωα του ντοκιμαντέρ. Τον Ζακ Κωστόπουλο. Οταν ήταν ακόμα ζωντανός. Περπατάει στους δρόμους του κέντρου, μπαίνει στο σπίτι του, εκεί που τον υποδέχεται το σκυλάκι του που του κάνει χαρές. Μιλά για τις επιθέσεις που έχει δεχθεί, επειδή ανήκει στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. «Μόνο από Ελληνες έχω δεχθεί επιθέσεις, ποτέ από ξένους», λέει. Αρκετές σκηνές αργότερα, ο φακός τον δείχνει αιμόφυρτο στον δρόμο, με τους νοικοκυραίους στην αρχή και τους αστυνομικούς στη συνέχεια να κλοτσάνε ένα πτώμα.
Είναι η στιγμή που αισθάνομαι την ανάγκη να σταματήσω την ταινία, να βγω έξω, στον καθαρό αέρα και να κάνω ένα τσιγάρο. Είναι η στιγμή που ακόμα κι ένας δημοσιογράφος που ζει την καθημερινότητα της επικαιρότητας και υποτίθεται ότι με την πάροδο των χρόνων σ’ αυτό το επάγγελμα έχει αποκτήσει μια κάποια ανοσία στη διαχείριση της φρίκης μιας είδησης, φρικάρει και ο ίδιος με αυτό που έχει δει ξανά και ξανά στο παρελθόν.
Βάζω την ταινία ξανά μπροστά. Προσφυγικό. Μετανάστες. «Η θάλασσα ήταν ένα μαύρο σύννεφο απ’ τον κόσμο», λέει μια γιαγιά στη Μυτιλήνη. Η κάμερα ακολουθεί ένα ζευγάρι Σύρων προσφύγων, που όνειρό τους είναι να ζήσουν στην Ολλανδία.
Μυτιλήνη, Αθήνα, Ειδομένη. Ανάμεσά τους και το ζευγάρι. Ανθρωποι σε σκηνές που μαζεύουν ξερόκλαδα για να ανάψουν φωτιά και να ζεσταθούν. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ένα βήμα πριν από τα κλειστά σύνορα. Ανθρωποι στο κρύο, στο χιόνι, στη βροχή.
Οσο και αν ακούγεται υπερβολικό τις σκηνές από την Ειδομένη θα μπορούσε να τις έχει γυρίσει κι ο μεγάλος μαέστρος, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Είναι η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια που ερεθίζει τον αμφιβληστροειδή του θεατή. Οι σκηνές στη σειρά με φόντο μια απέραντη πεδιάδα, ο ήχος του ανέμου ανάμεσα στα χαλάσματα, το τριζοβόλισμα των ξύλων με τους πρόσφυγες γύρω απ’ τη φωτιά να καπνίζουν ένα στριφτό τσιγάρο.
Πίσω στην Αθήνα. Το ζευγάρι μαζί με εκατοντάδες άλλους δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα που η ανθρωπιστική Ευρώπη έκλεισε με κρότο. Τριγυρνούν στην Αθήνα και κοιτάζουν με απορία τους άστεγους στον δρόμο. Ο Τζουάν, ο άνδρας, λέει: «Στα μέρη μας οι άνθρωποι πεθαίνουν μια φορά. Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα»… Αναρωτιέσαι αν έχει διαβάσει τον «Προμηθέα Δεσμώτη» και το λέει αυτό.
Το βίντεο δείχνει 1 ώρα και 50 λεπτά. Η ταινία τελειώνει με τον ίδιο τρόπο της πρώτης ταινίας. Ο δημιουργός μάς ενημερώνει για τη μοίρα των πρωταγωνιστών. Η οθόνη σκοτεινιάζει, πέφτουν οι τίτλοι, ακούγεται το τραγούδι: «Αγριες οι μέρες μας…». Ο θεατής θα χρειαστεί χρόνο για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είδε. Χρόνο απαραίτητο για να σκεφτεί, να φιλτράρει την εικόνα και τον λόγο. Χρόνος υπάρχει. Αναμενόμενο, μιας και οι άγριες μέρες μας δεν έχουν τελειώσει ακόμα.
«Ο,τι απέμεινε είναι ερείπια και ανοιχτές πληγές…»
• ΑΓΟΡΑ και ΑΓΟΡΑ ΙΙ. Η ντοκιμαντερίστικη καταγραφή της μνημονιακής Ελλάδας και των βασικότερων πτυχών της. Πώς αισθάνεσαι σήμερα, που τελείωσε όλη αυτή προσπάθεια, βλέποντας το υλικό συγκεντρωμένο, ολοκληρωμένο;
Είμαι ευτυχής που μου δόθηκε η ευκαιρία να καταγράψω οπτικοακουστικά ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Να διατηρήσω με δύο ταινίες τεκμηρίωσης την ιστορική μνήμη. Γιατί όσα ζήσαμε μας πλήγωσαν και ό,τι μας πληγώνει το θάβουμε βαθιά. Δεν πρέπει όμως να ξεχαστούν, είναι πολύ σημαντικά για να ξεχαστούν. Πιστεύω πως έτσι οι μελλοντικές γενιές θα μπορούν να δομήσουν μια καλύτερη κοινωνία από τη σημερινή, αντλώντας πολλά συμπεράσματα από αυτήν την ταραγμένη δεκαετία.
• Τώρα που επιστρέψαμε στην «κανονικότητα», τι θα απαντούσες σε κάποιον που θα σε ρωτούσε «τι έγινε τελικά στην Ελλάδα» τη δεκαετία 2009 – 2019;
Η κοινωνία μας βίωσε μια καταστροφή σε πολλά επίπεδα, όχι μόνο στο οικονομικό, χλευάστηκε, απομυζήθηκε, τόλμησε να ελπίζει, πέρασε από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση, συμβιβάστηκε, προσπάθησε σκληρά να επιβιώσει, μετανάστευσε, είδε πρόσφυγες να πλημμυρίζουν τις πόλεις και αντέδρασε με αλληλεγγύη αλλά και με ξενοφοβία και ρατσισμό. Και πλέον, στην εποχή της «κανονικότητας», συντηρητικοποιείται.
Αυτό που απέμεινε είναι ερείπια. Ερείπια και ανοιχτές πληγές. Τα τραύματα θα πάρουν πολύ χρόνο να επουλωθούν και η διαδικασία θα είναι επώδυνη. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
• Με την ΕΡΤ τελικά τι έγινε; Δέχθηκε να μπει συγχρηματοδότης στην ταινία; Εμπλέκεται κάπου;
Οπως γνωρίζετε, η ΕΡΤ ήταν συμπαραγωγός της ταινίας, μέχρι τη στιγμή που η νέα διοίκηση αποφάσισε να αποσυρθεί για τους δικούς της λόγους, κάτι που δεν ήταν σωστό κατά τη γνώμη μου. Εχω εξηγήσει αναλυτικά γιατί. Οπως και να ‘χει, είναι κρίμα που το λογότυπο του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα της Ελλάδας δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσα στα λογότυπα των αντίστοιχων δικτύων της Γερμανίας WDR και της Γαλλίας (ARTE).
Ωστόσο, η ΕΡΤ αποφάσισε στη συνέχεια να προχωρήσει σε αγορά τηλεοπτικών δικαιωμάτων του AΓΟΡΑ 2 για την Ελλάδα, κάτι που διασφαλίζει ότι η ταινία θα μεταδοθεί τηλεοπτικά στη χώρα μας.
• Με τι θα ήθελες να ασχοληθείς στη συνέχεια; Εχεις κάποιο σχέδιο στο μυαλό σου;
Υπάρχουν διάφορες σκόρπιες ιδέες, αλλά απέχουν πολύ από το να καταρτίσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Προς το παρόν, όλη η ενέργεια, τόσο η δική μου όσο και των συνεργατών μου, έχει διοχετευτεί στη διανομή της ταινίας στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Μέχρι στιγμής, πηγαίνει καλά. Οι πρώτες αντιδράσεις είναι εξαιρετικά θετικές.
Ο Γιώργος Αυγερόπουλος, αυτόπτης μάρτυς στα παρασκήνια της κρίσης, μιλά για το νέο, εκρηκτικό φιλμ του
24.01.2020
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μετά το «AGORA – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές», το οποίο προκάλεσε αίσθηση και βραβεύτηκε διεθνώς, ο Γιώργος Αυγερόπουλος επιστρέφει με τη δεύτερη ταινία του για την ελληνική κρίση που φέρει τον τίτλο «AGORA II – Δεσμώτες». Η LiFO την παρακολούθησε λίγο πριν προβληθεί στους κινηματογράφους και παρουσιάζει τους κεντρικούς της άξονες.
Eπισκέφτηκα τον Γιώργο Αυγερόπουλο στο γραφείο του, στον Νέο Κόσμο, που βρίσκεται απέναντι από τα θρυλικά γραφεία της «Ελευθεροτυπίας». Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στους μεγαλύτερους τηλεοπτικούς σταθμούς της Ελλάδας, καλύπτοντας θέματα εσωτερικής επικαιρότητας, αλλά και ως πολεμικός ανταποκριτής στα μέτωπα της Βοσνίας, της Κροατίας, του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Κοσόβου και της Παλαιστίνης. Κάλυψε γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο, όπως η εξέγερση στην Αλβανία, οι σεισμοί της Τουρκίας και του Ιράν και το ναυάγιο του MS Estonia, ενώ για τη δουλειά του έχει τιμηθεί με πολυάριθμες διακρίσεις από κρατικούς φορείς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς.
Στο «AGORA II – Δεσμώτες» τον βλέπουμε να εστιάζει σε διάφορες πλευρές της πολιτικής, της κοινωνίας και της οικονομίας στη διάρκεια μιας πενταετίας (2015-2019). Οικονομική κρίση, ακροδεξιά, προσφυγικό, brain drain και Μακεδονικό είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται το φιλμ. Πρωταγωνιστές, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο πρώην υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, ένα ζευγάρι προσφύγων απ’ τη Συρία, μία τραγική μάνα, μία οικονομική μετανάστρια και ένας νέος γιατρός.
Η σπουδαιότητα αυτής της ταινίας έγκειται στο γεγονός ότι ο Γιώργος Αυγερόπουλος ήταν ο μοναδικός κινηματογραφιστής που μπόρεσε να καταγράψει με εικόνα και ήχο ορισμένες αυθεντικές στιγμές και παρασκήνια κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015.
“Όφειλα να κρατηθώ όσο γινόταν πιο μακριά από τη φασαρία, τις συζητήσεις και την επικαιρότητα, εάν επιθυμούσα να καταγράψω τη μεγάλη εικόνα, την Ιστορία, με την ψυχραιμία και τη σοβαρότητα που της αξίζουν.”
Κάπως έτσι, μετά το ευπώλητο βιβλίο την Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού με τίτλο «Η τελευταία μπλόφα: Το παρασκήνιο του 2015, οι συγκρούσεις, το Plan B» (εκδόσεις Παπαδόπουλος), η ταινία του Αυγερόπουλου έρχεται να αναδείξει, μέσω μιας άλλης οπτικής, τα γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Ιούλιο του 2015 αλλά και όσα ακολούθησαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αυτή η καταγραφή αποδεικνύεται πολύ σημαντική, καθώς προσθέτει άλλο ένα κομμάτι στο παζλ εκείνων των ημερών. Φυσικά, η κινηματογραφική αποτύπωση συνεχίζεται και τα επόμενα έτη, σε άλλες ακανθώδεις στιγμές, όπως το Μακεδονικό ή η ολοκλήρωση του προγράμματος λιτότητας το καλοκαίρι του 2018. Πρόκειται για εξαιρετικά σπάνιο υλικό, με βάση το οποίο ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια πολιτική, κοινωνική αλλά και μια βαθιά ανθρώπινη ταινία.
Κάποιες από τις σκληρές εικόνες που αντικρίζουμε στο φιλμ επικεντρώνονται στα προγράμματα σκληρής λιτότητας τα οποία προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική καταστροφή. Δυόμισι εκατομμύρια πολίτες βρέθηκαν να ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, ενώ οι άνεργοι ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο.
Πολιτικοί, καθηγητές αλλά και προσωπικότητες διεθνούς βεληνεκούς μιλούν στην κάμερα του Γιώργου Αυγερόπουλου και μέσω των δικών τους αφηγήσεων αναζητούνται απαντήσεις για τις καθοριστικές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστικά, ο φιλόσοφος Αλεν Μπαντιού υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ήταν μια «πολιτική και ιδεολογική μάχη».
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα αλλά και του Γιάνη Βαρουφάκη. «Η δημιουργική ασάφεια ήταν τελικά προς όφελος των ισχυρών» επισημαίνει στην ταινία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια στιγμή ο πρώην υπουργός Οικονομικών δίνει τις δικές του ερμηνείες για το δραματικό παρασκήνιο του 2015, λέγοντας κάποια στιγμή για το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015: «Επιλέξαμε την περιπέτεια από την ταπείνωση». Όσον αφορά εκείνο το χρονικό σημείο, άξια αναφοράς είναι και η φράση του πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος μας πληροφορεί πως κάποια στιγμή είπε σε Μέρκελ και Ολάντ: «Μπορεί να μην έχουμε ρευστότητα στις τράπεζες, αλλά έχουμε αέρα και αναπνέουμε».
Οι συνέπειες της προσφυγικής κρίσης είναι ευδιάκριτες στην ταινία. Οι εικόνες από το στρατόπεδο της Μόριας και την Ειδομένη είναι αρκετές για να αντιληφθούμε τα προβλήματα υποδομών και φιλοξενίας, τα λάθη και την απελπισία, τις συγκρούσεις καθώς και πολλούς από τους λόγους που οδήγησαν στη μεγάλη ανθρωπιστική τραγωδία. Συγχρόνως παρατηρούμε το μεταδοτικό κύμα αγάπης και την ανταπόκριση των κατοίκων του νησιού της Λέσβου.
Επόμενος σταθμός της ταινίας οι δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Ζακ Κωστόπουλου. Στο συγκεκριμένο φιλμ η Μάγδα Φύσσα δίνει μια ειλικρινή και συγκινητική συνέντευξη, στην οποία θα πει χωρίς δισταγμό για τα μέλη της Χρυσής Αυγής: «Να επιστρέψουν στις τρύπες τους». Ο Γιώργος Αυγερόπουλος παρουσιάζει κάποια αποσπάσματα από παλιότερη συνέντευξη του Ζακ Κωστόπουλου και, πέρα από τη στιγμή της δολοφονίας του στο κέντρο της Αθήνας, αναφέρεται στο χρονικό της υπόθεσης ως απόρροια του εκφασισμού της κοινωνίας που μεγεθύνθηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην ταινία, μπορεί η Χρυσή Αυγή να έμεινε εκτός Βουλής, άφησε όμως πίσω της τους ψηφοφόρους της.
Στο θέμα του Μακεδονικού είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει διάφορους σχολιασμούς μια φράση του Αλέξη Τσίπρα on camera, ο οποίος την ημέρα της ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή ζητούσε επίμονα ένα μικρό σημειωματάριο. Οι συνεργάτες του, όμως, δεν έβρισκαν κι εκείνος, γελώντας, είπε: «Μήπως μιλάω μακεδονικά;».
Ιστορικές στιγμές, κρίσιμες αποφάσεις, θυελλώδεις συνεδριάσεις, ώρες αγωνίας, έντασης και προσμονής, όλα όσα ζήσαμε παρελαύνουν με έναν δομημένο και άψογο κινηματογραφικό τρόπο. Η ταινία του Γιώργου Αυγερόπουλου φωτίζει το αποκαλυπτικό παρασκήνιο που εκτυλίχθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες κυβερνητικών κτιρίων και κατοικιών αξιωματούχων, μέσα σε δωμάτια όπου πολύωρες διαπραγματεύσεις γεμάτες κρυφές προσφορές, μυστικές υποσχέσεις και ωμούς εκβιασμούς κατέληξαν σε δύσκολους συμβιβασμούς. Το σίγουρο είναι ότι περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στον πολιτικό ρεαλισμό.
Ο σπουδαίος ντοκιμαντερίστας δημιούργησε ένα σπάνιο οπτικοακουστικό ντοκουμέντο που αναμένεται να πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις και ποικίλα σχόλια. Ένα κινηματογραφικό ψηφιδωτό της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας που θέτει θεμελιώδη ερωτήματα για το μέλλον τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης.
Συνέντευξη με τον Γιώργο Αυγερόπουλο
— Ποιος είναι ο στόχος της συγκεκριμένης ταινίας;
Να αποτελέσει ένα κομμάτι της ιστορικής μνήμης του λαού μας. Είναι το timelapse ενός λαού που μέσα σε σχεδόν πέντε χρόνια πέρασε από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση, που συμβιβάστηκε, που προσπάθησε σκληρά να επιβιώσει, που μετανάστευσε, που είδε πρόσφυγες να πλημμυρίζουν τις πόλεις του και αντέδρασε με αλληλεγγύη αλλά και με ξενοφοβία και ρατσισμό. Όπως και η πρώτη μου ταινία για την ελληνική κρίση, το «AGORA – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές», το «AGORA ΙΙ – Δεσμώτες» αποτελεί ένα αντίδοτο στη λήθη. Είναι η συνέχειά της. Παίρνει το νήμα από κει που το άφησε το πρώτο μέρος, για να το φτάσει στο σήμερα. Πιστεύω πως έτσι οι μελλοντικές γενιές θα μπορούν να έχουν, μεταξύ άλλων πηγών, και μια ταινία τεκμηρίωσης που θα αφηγείται αυτή την ιστορική και ταραγμένη δεκαετία. Γιατί όσα ζήσαμε είναι πολύ σημαντικά για να ξεχαστούν.
— Με την ολοκλήρωση της ταινίας αλλά και παρακολουθώντας από κοντά τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, πού καταλήξατε; Όλα ήταν μια αυταπάτη;
Σωστά τις χαρακτηρίζετε ιστορικές στιγμές, γιατί πράγματι ήταν, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Ήταν η πρώτη φορά που στην Ε.Ε. της κρίσης το νεοφιλελεύθερο δόγμα αναμετρήθηκε ανοιχτά με μια αριστερή κυβέρνηση, που ήρθε να το αμφισβητήσει. Κι αυτή η αναμέτρηση δεν ήταν συνδεδεμένη μόνο με την οικονομία. Ήταν μια ιδεολογικο-πολιτική αναμέτρηση υψίστης σημασίας. Η νίκη του ευρωπαϊκού κατεστημένου επί του Τσίπρα ήταν ένα ιδεολογικό εγχείρημα και η υποταγή του δεύτερου ήταν ένα μάθημα προς όλους: «Βλέπετε, ακόμα κι αυτοί είναι αναγκασμένοι να υποκύπτουν μπροστά στις επιταγές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, γιατί τίποτε άλλο δεν είναι εφικτό». Και είναι αλήθεια πως η συνθηκολόγηση του Τσίπρα αποδυνάμωσε τις αριστερές δυνάμεις στην Ε.Ε. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις μια κυβέρνηση που επιθυμεί να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους. Αυτό για το οποίο μπορείς να την κατηγορήσεις, όμως, είναι η έλλειψη προετοιμασίας και η άγνοια σχετικά με τη λειτουργία του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Έτσι, από την εποχή του ιδεαλισμού βρεθήκαμε στην εποχή του ρεαλισμού.
— Ποιες δυσκολίες συναντήσατε και πώς καταφέρατε να σας αφηγηθούν κρίσιμες λεπτομέρειες πολιτικοί όπως ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης;
Έπρεπε να βρίσκομαι αρκετά κοντά στον Βαρουφάκη και στον Τσίπρα, ώστε να έχω πρόσβαση και να μπορώ να τους κινηματογραφώ, αλλά, ταυτόχρονα, αρκετά μακριά ώστε να μπορώ να βλέπω καθαρά. Θα ήθελα να τονίσω πως αυτή η πρόσβαση δεν ήταν αντικείμενο κάποιας συναλλαγής. Ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βαρουφάκης δεν έχουν δει καν την ταινία. Προφανώς, η επίγνωση της βαρύτητας των στιγμών έκανε πιο σημαντικό το να πουν οι ίδιοι την ιστορία και όχι άλλοι για λογαριασμό τους ‒ ίσως και η κατανόηση της αξίας ενός ντοκιμαντέρ που θα γυριζόταν για χρόνια, παρακολουθώντας μια ολόκληρη περίοδο σε πολλά επίπεδα. Έτσι βρέθηκα στα παρασκήνια. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να βρεθώ όσο πιο κοντά γινόταν σε κάποιον που δεν ήταν ο υπουργός Οικονομικών ή ο πρωθυπουργός. Συνέβαινε κάτι και το έβλεπα στις εφημερίδες μετά από είκοσι ημέρες, συχνά γραμμένο λάθος. Δεν μπορούσα να μιλήσω όμως. Αν παρασυρόμουν από την ειδησεογραφία και τον θόρυβο της στιγμής, θα έθετα την πρόσβαση που μου είχε δοθεί σε κίνδυνο. Όφειλα να κρατηθώ όσο γινόταν πιο μακριά από τη φασαρία, τις συζητήσεις και την επικαιρότητα, εάν επιθυμούσα να καταγράψω τη μεγάλη εικόνα, την Ιστορία, με την ψυχραιμία και τη σοβαρότητα που της αξίζουν.
— Αν σας ρωτούσα τι είναι αυτό που έμεινε στην ελληνική κοινωνία απ’ όλα αυτά τα συγκλονιστικά που συνέβησαν τα τελευταία πέντε χρόνια, τι θα μου απαντούσατε;
Ερείπια. Αυτό έμεινε. Όχι μόνο εξαιτίας των τελευταίων πέντε χρόνων αλλά και εξαιτίας αυτών που προηγήθηκαν. Ερείπια ψυχών και ανοιχτές πληγές στο σώμα μιας κοινωνίας που τραυματίστηκε βαρύτατα από τις πολιτικές των μνημονίων, από την προσδοκία για αλλαγή, από την απογοήτευση, από την ήττα. Τα τραύματα θα πάρουν πολύ χρόνο να επουλωθούν και η διαδικασία θα είναι επώδυνη. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
— Οδηγηθήκαμε σε έναν πιο συντηρητικό δρόμο;
Πιστεύω πως η κοινωνία μας εκφασίζεται και συντηρητικοποιείται αργά και σταθερά. Κι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την πολιτική τοποθέτηση του καθενός όσο με τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Πολλοί πιστεύουν ότι από τη στιγμή που η Χρυσή Αυγή δεν μπήκε στη Βουλή μετά τις πρόσφατες εκλογές ο κίνδυνος έχει αποσοβηθεί. Θα ήθελα όμως εδώ να θυμίσω πως οι ψηφοφόροι της δεν εξαφανίστηκαν. Τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά περιστατικά έχουν ριζώσει στις γειτονιές. Με αφορμή το Μακεδονικό εθνικιστικά αντανακλαστικά βγήκαν στην επιφάνεια και είναι σίγουρο πως θα ενταθούν την προσεχή περίοδο. Ένας άνθρωπος λιντσαρίστηκε μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Από το πουθενά άνοιξε το θέμα των εκτρώσεων, κάτι που η ελληνική κοινωνία το έχει ξεπεράσει και νομοθετήσει εδώ και καιρό. Γυρνάμε πίσω.
Via: Yorgos Avgeropoulos’ interview in the 2nd issue of You May Say | You May Say (in Greek)
H συνέντευξη του Γιώργου Αυγερόπουλου στο 2ο τεύχος του You May Say…
15.01.2020
Αποστόλης Καπαρουδάκης
Γιώργος Αυγερόπουλος, Η χαραμάδα της ιστορίας
Ο μοναδικός που κινηματογραφούσε πίσω από τις κλειστές πόρτες «των θεσμών» το 2015, λίγο πριν βγει στις αίθουσες η νέα του ταινία «AGORA ΙΙ – Δεσμώτες» μας μιλάει… για όσα σφήνωσαν στη χαραμάδα της ιστορίας.
Πριν λίγα χρόνια, παρακολουθώντας το AGORA I, Από την Δημοκρατία στις Αγορές, το ντοκιμαντέρ που κατέγραψε όσα συνέβησαν στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι και τον Ιανουάριο του 2015, νιώσαμε συμπυκνωμένο το χρόνο να μας επιτίθεται. Ενοχλημένοι, συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε επιτρέψει στον εαυτό μας, κάποια από «αυτά τα σημαντικά» να τα έχει ήδη ξεχάσει. Επειδή ζούσαμε ακόμη «στο δόγμα του σοκ»; Ή επειδή αν τα θυμόμασταν όλα, δύσκολα θα τη βγάζαμε καθαρή; Ο κινηματογράφος που αξίζει, σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Και ο Αυγερόπουλος καταφέρνει και με το νέο του ντοκιμαντέρ… να μας δυσκολεύει με αυτόν τον τρόπο.
Η νέα του ταινία, το AGORA II – Δεσμώτες, είναι η συνέχεια του δράματος. Ίσως και «της ελπίδας», αυτής που το 2015 «έρχονταν» και σήμερα ακόμη στέλνει sms «έχει κίνηση, όπου να ‘ναι φτάνω».
Το AGORA I σάρωσε τα διεθνή βραβεία: Rockie του Banff World Media Festival (Καναδάς, 2016), Gold Hugo (52ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Σικάγο), Otto Brenner (Γερμανία, 2015), ενώ προβλήθηκε και από δεκάδες τηλεοπτικούς σταθμούς σε Ευρώπη, Αμερική, Μέση Ανατολή, Ασία και Αυστραλία.
Το AGORA II – Δεσμώτες είναι μια παραγωγή της SmallPlanet σε συμπαραγωγή με το WDR και τη συνεργασία του ARTE. Θα κυκλοφορήσει τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, στις αρχές του 2020. Είναι σίγουρο ότι και η νέα αυτή ταινία θα σαρώσει τα βραβεία. Λίγα ντοκιμαντέρ καταγράφουν ένα δράμα εκ των έσω με τέτοιο τρόπο, κι αυτό διαθέτει αποκλειστικές εικόνες από την οικονομική δολοφονία μιας ολόκληρης χώρας.
Σημαντικότερο όμως είναι εμείς, ως θεατές, ποιο βραβείο και ποιόν ψόγο επιφυλάσσουμε στον εαυτό μας. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι δικοί μας άνθρωποι, αυτοί που δολοφονήθηκαν. Κυριολεκτικά. Όπως ο Παύλος και ο Ζακ. Αλλά και μεταφορικά, μένοντας άστεγοι, άνεργοι, μεταναστεύοντας, βιώνοντας την αναξιοπρέπεια της πείνας ή την αγωνία της απειλής της.
Είμαστε όμως μόνο αυτό; Είμαστε μόνο θύματα; Μέσα στην περιρρέουσα κατάθλιψη που κυκλώνει τους ηττημένους του «61,31% Όχι», όσους κέρδισαν ένα δημοψήφισμα χάνοντάς το ταυτόχρονα, η ζωή συνεχίζεται. Αναζητώντας τη συλλογική μας ταυτότητα νιώθουμε την αγωνία να θυμηθούμε και να ταξινομήσουμε στο χωροχρόνο όσα συνέβησαν από το ‘15 μέχρι σήμερα. Κι η ταινία το προσφέρει αυτό απλόχερα και με εγκυρότητα σπάνια.
Πρέπει όμως και να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς της ιστορίας, της οικονομίας, της πολιτικής που έπαιξαν με τις ζωές μας, να δούμε την προσωπική μας ιστορία ως μέρος της ευρύτερης, για να νιώσουμε τι μας συμβαίνει. Και αυτήν «την ευρύτερη ιστορία», οι Δεσμώτες μάς την παρουσιάζουν σαν ένα ψηφιδωτό: κάθε πλάνο μια ψηφίδα του. Κάθε ψηφίδα μια μικρή ανθρώπινη ιστορία. Μικρές ψηφίδες κι οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής της χώρας: τα χαραγμένα από την αγωνία πρόσωπα και τα τσαλακωμένα σακάκια του Τσίπρα, του Βαρουφάκη, του Τσακαλώτου, του Δραγασάκη. Η ταινία δεν τους κρίνει, τους αφήνει να κρίνουν μόνοι τον εαυτό τους, φέρεται και σε αυτούς με τον ίδιο σεβασμό που φέρεται και σε εμάς «τους ανώνυμους». Κι αυτό εμπεριέχει εξ ορισμού μια τιμιότητα σπάνια και ένα βλέμμα καθαρό.
Το «εμείς», ζητούμενο πάντα σε μια χώρα που κατέρρευσε κοινωνικά, εμπεριέχει την ιστορία μας, το δρόμο που μας έφερε ως εδώ. Κι ο Αυγερόπουλος επιλέγει να περπατήσει με την κάμερά του το δρόμο που διαβαίνουν οι δικοί μας πρόσφυγες, οι σύγχρονοι Έλληνες οικονομικοί μετανάστες. Και σε αυτόν το δρόμο συναντάει και το βήμα «των ξένων» που ζουν τώρα στην Ελλάδα, των δικών ανθρώπων που έτυχε να γεννηθούν αλλού. Και καταγράφει τις ζωές τους ως μέρος του «εμείς».
Όσο εξελίσσεται η ταινία, τα γεγονότα της Ελλάδας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ενδυνάμωση του φασισμού, και οι συνθήκες που γέννησαν το ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκουν την αντιστοιχία τους στη σύγχρονη δυστοπία. Ο θεατής καταφέρνει να τοποθετήσει τον εαυτό του στην Ιστορία και τις διαδικασίες της, όσο δυσάρεστο κι αν του είναι αυτό. Προφανώς θα μας ήταν ευκολότερο να μη θυμόμαστε, ακόμη περισσότερο να μην καταλαβαίνουμε…
Πως αισθάνεσαι τώρα, με την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ με το οποίο ασχολήθηκες επί πέντε και πλέον χρόνια της ζωής σου;
Πρόκειται για την πιο δύσκολη ταινία που έφτιαξα ποτέ. Αφηγηματικά, ήταν μία πρόκληση το να συνδυαστούν διαφορετικά επίπεδα του χρόνου, χαρακτήρες και θεματικές ώστε να παρουσιάσω τελικά στο θεατή ένα σύνολο που να έχει νόημα και ειρμό. Επί της ουσίας, πρόκειται για το timelapse, την καρέ-καρέ χρονική αποτύπωση, της ζωής ενός λαού που μέσα σε πέντε χρόνια πέρασε από την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση, που συμβιβάστηκε και προσπάθησε σκληρά να επιβιώσει, που είδε πρόσφυγες να πλημμυρίζουν τις πόλεις του, που αντέδρασε με αλληλεγγύη αλλά και με ξενοφοβία και ρατσισμό…
Το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015, ήσουν ο μοναδικός που κινηματογραφούσε τα παρασκήνια και τις μυστικές διαπραγματεύσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες «των θεσμών». Δεν μας είπες όμως κάτι εκείνη τη στιγμή. Δεν επαναστατούσε ο δημοσιογράφος μέσα σου;
Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να βρεθώ όσο πιο κοντά γίνεται να βρεθεί κάποιος που δεν είναι ο υπουργός οικονομικών ή ο πρωθυπουργός. Συνέβαινε κάτι σήμερα και το έβλεπα στις εφημερίδες γραμμένο μετά από είκοσι ημέρες και μάλιστα, συχνά, γραμμένο λάθος. Δεν μπορούσα ωστόσο να μιλήσω. Αν παρασυρόμουν από την ειδησεογραφία και από το θόρυβο της στιγμής, θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που μου έδωσαν πρόσβαση, και, ως εκ τούτου, θα έθετα αυτή την πρόσβαση σε κίνδυνο. Επίσης, όφειλα να κρατηθώ όσο γίνονταν πιο μακριά από τη φασαρία, τις συζητήσεις και το θόρυβο των ημερών, εάν επιθυμούσα να καταγράψω τη μεγάλη εικόνα, την ιστορία, με την ψυχραιμία και τη σοβαρότητα που της αξίζει. Ήμουν εκεί για ένα project που θα διαρκούσε πέντε χρόνια, όχι για την είδηση της στιγμής.
Ήσουν εκεί στις δραματικές συνεδριάσεις του Eurogroup, στην κρίσιμη συνάντηση του Σόιμπλε με τον Βαρουφάκη, στην κρίσιμη συνάντηση του Τσίπρα με την Μέρκελ και τον Ολάντ. Αισθανόσουν ότι εκείνη τη στιγμή γράφονταν ένα μέρος της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας;
Ναι, είχα επίγνωση της σοβαρότητας, του ιστορικού βάρους των στιγμών που κινηματογραφούσα. Πρόκειται για γεγονότα αντίστοιχα με άλλα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας, όπως η πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ήταν η πρώτη φορά που στην Ευρώπη της κρίσης, η αριστερά αναμετριόταν με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο δόγμα. Κι αυτό δεν ήταν συνδεδεμένο απλώς με την οικονομία. Ήταν μια ιδεολογική και πολιτική αναμέτρηση υψίστης σημασίας.
Η νίκη του ευρωπαϊκού κατεστημένου επί του Τσίπρα ήταν και ένα ιδεολογικό εγχείρημα. Η υποταγή, η αναγκαστική συνθηκολόγησή του, αποδυνάμωσε και τις υπόλοιπες αριστερές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ήταν ένα μάθημα: «Βλέπετε, ακόμα και αυτοί είναι αναγκασμένοι να υποκύψουν μπροστά στις επιταγές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τίποτα άλλο δεν είναι εφικτό».
Δε σε κύκλωνε η αγωνία; Εννοώ, ως Έλληνα που το μέλλον της χώρας του παίζονταν; Δεν πάλεψες να κρυφακούσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες;
Είχα την ευκαιρία να ακούσω ένα Eurogroup από μια διπλανή αίθουσα. Ο ενδιάμεσος τοίχος ήταν από γυψοσανίδα, μια κακοτεχνία άφηνε μια χαραμάδα κι ο ήχος απ’ τη διπλανή αίθουσα έφτανε ελεύθερα σε εμένα. Είναι, τότε, 27 Ιουνίου του 2015, ένα από τα πιο κρίσιμα και δραματικά Eurogroup. Ο Τσίπρας έχει μόλις ανακοινώσει το δημοψήφισμα και η συνεδρίαση είναι θυελλώδης. Μας κατηγορούν ότι εγκαταλείψαμε τις διαπραγματεύσεις μονομερώς και ότι το δημοψήφισμα μεταφράζεται ως «ναι ή όχι στο ευρώ». Την πέφτουν άσχημα στον Βαρουφάκη, φωτιά και λαύρα οι Βόρειοι, ο Σαπέν προσπαθεί κάτι να πει αλλά είναι στην ουσία ανίσχυρος, ο Κύπριος είναι βασιλικότερος του Βασιλέως και η απειλή του Grexit είναι πλέον δημόσια. Θυμάμαι να ακούω ακίνητος από εκείνη την χαραμάδα όση ώρα διαρκεί η συνεδρίαση.
Όταν τελείωσε η συνεδρίαση, ο Βαρουφάκης και ο Τσακαλώτος ανεβαίνουν στα γραφεία της ελληνικής αντιπροσωπείας στον 7ο όροφο, όπου όλοι είναι ανάστατοι, και ενημερώνουν τον Δραγασάκη. Το ίδιο απόγευμα η ελληνική αντιπροσωπεία αποχωρεί χωρίς κανείς να ξέρει τι θα γίνει την εβδομάδα που ακολουθεί. Ήμασταν όλοι τσαλακωμένοι, οι υπάλληλοι της μόνιμης αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες ήταν με δάκρυα στα μάτια.
Δεν το έγραψε η κάμερα…
Δεν είχα το σθένος να σηκώσω την κάμερα να καταγράψω τα πρόσωπα των ανθρώπων εκείνη τη στιγμή, μου ήταν αδύνατον. Νομίζω είναι ανθρώπινο.
Πως χτίστηκε η σχέση σου με τους επώνυμους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, με τα πολιτικά πρόσωπα; «Η πρόσβαση στην εξουσία» ή τέλος πάντων σε αυτούς που την ασκούν, δεν κινδυνεύει να θολώσει το βλέμμα αυτού που δουλειά του είναι να καταγράψει την ιστορία;
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του πολιτικού σκέλους της ταινίας, αισθανόμουν ότι περπατούσα σε ναρκοπέδιο. Έπρεπε να βρίσκομαι τόσο κοντά στον Βαρουφάκη και στον Τσίπρα, ώστε να έχω πρόσβαση να τους κινηματογραφώ, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά ώστε να μπορώ να βλέπω καθαρά.
Για να κρατήσω την απόσταση που έπρεπε, επέλεξα να μην αξιοποιήσω ορισμένες επαγγελματικές προτάσεις, που μου έγιναν κατά την διάρκεια της παραγωγής της ταινίας. Μη φανταστείς ότι μου προτάθηκε κάτι με την έννοια της συναλλαγής, δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση ή τέτοιο κλίμα. Μου προτάθηκαν όμως θέσεις, οι οποίες με ενδιέφεραν δημιουργικά και τις είχα και ανάγκη και οικονομικά ώστε να ολοκληρωθεί η ταινία.
Αν δεχόμουν για παράδειγμα τη θέση του συντονιστή του καναλιού της Βουλής, πως θα μπορούσα να διατηρήσω την ευθυκρισία μου στην καταγραφή των γεγονότων στην ταινία; Ή αν δεχόμουν τη θέση του εντεταλμένου συμβούλου προγράμματος της ΕΡΤ… Θα έπαιρνα μεγάλο ρίσκο. Δε γίνεται εύκολα να αμείβεσαι για μια θέση αυτού του είδους, διορισμένος πρακτικά από την κυβέρνηση, και μετά να μπαίνεις στο μοντάζ με καθαρό κριτήριο να καταγράψεις την ιστορία, στην οποία αυτοί που πρωταγωνιστούν είναι με κάποιο τρόπο και εργοδότες σου. Αν λειτουργούσα διαφορετικά η πίεση που θα αισθανόμουν θα ήταν πιθανά καταστροφική.
«Σοσιαλιστικές νησίδες δεν μπορούν πλέον να υπάρχουν. Κι αν υπάρξουν είναι αναγκασμένες σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις». Αυτά είναι τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού στην κάμερά σου. Αυτό, θα έλεγες, είναι το πολιτικό συμπέρασμα της ταινίας;
Όχι. Αυτό νομίζω είναι το στίγμα της νέα περιόδου του Αλέξη Τσίπρα. Η πολιτική του μετεξέλιξη και «η ενηλικίωσή του», η μετάβαση αν θέλετε από τον ιδεαλισμό στον ρεαλισμό.
Δέχτηκες πιέσεις κάποιου είδους; Ρωτάω, γιατί συνήθως όταν κάποιος σου δίνει πρόσβαση σε κάτι απόρρητο, έχει και τις απαιτήσεις του…
Όχι. Ούτε από τον Βαρουφάκη ούτε από τον Τσίπρα που θα επιθυμούσαν πιθανά να κυριαρχεί η δική τους άποψη στην καταγραφή της ιστορίας. Ο Βαρουφάκης μού έδειξε εμπιστοσύνη από την αρχή. Στον πρώην πρωθυπουργό απέκτησα πρόσβαση αρκετά αργότερα, το 2017. Σίγουρα έπαιξε ρόλο το ότι γνώριζαν τη δουλειά μου και σε αυτή τη βάση μού έδειξαν εμπιστοσύνη. Νομίζω δεν πρόδωσα την εμπιστοσύνη τους.
Θα νοιώσουν, πιστεύεις, ευχαριστημένοι με την καταγραφή της ταινίας;
Ο καθένας μας θα ήθελε για τον εαυτό του το ρόλο του ήρωα. Η πραγματικότητα όμως είναι πάντα πιο σκληρή και πιο σύνθετη, σίγουρα δε μας ηρωοποιεί… Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν ήρωες, ούτε σωτήρες που θα μας σώσουν. Αν είναι κάποιος ήρωας σε αυτήν την ιστορία είναι ο λαός, οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι.
Via: “AGORA II – Chained”: The new film by Yorgos Avgeropoulos generates news | TVXS (in Greek)
«AGORA II – Δεσμώτες»: Η νέα ταινία του Αυγερόπουλου βγάζει ειδήσεις
23.01.2020
Φωτεινή Λαμπρίδη
Tο νέο ντοκιμαντέρ του πολυβραβευμένου δημοσιογράφου και κινηματογραφιστή Γιώργου Αυγερόπουλου, AGORA ΙΙ – Δεσμώτες, βγάζει ειδήσεις, γιατί ήταν ο μόνος συνάδελφος, που ακολουθούσε κατά πόδας τον Αλέξη Τσίπρα και τον Γιάννη Βαρουφάκη στις πιο κρίσιμες συναντήσεις τους με τους θεσμούς. Είναι ίσως η σημαντικότερη καταγραφή της κρίσιμης τετραετίας 2015 – 2019 και ταυτόχρονα όπως λέει ο ίδιος «η αποτύπωση του αισθήματος ενός λαού, από την αισιοδοξία στην απογοήτευση μετά στον εκφασισμό στην συντηρητικοποίηση».
Ρωτάω τον Γιώργο Αυγερόπουλο αν έβαλαν όρους ο Αλ. Τσιπρας και ο Γ. Βαρουφάκης για να του δώσουν τέτοια πρόσβαση και μου απαντάει αρνητικά. «Δεν έχουν δει καν το έργο ούτε ο Τσίπρας ούτε ο Βαρουφάκης. Ούτε ζήτησαν ποτέ τίποτα. Πιστεύω πως ήθελαν να πουν την ιστορία οι ίδιοι και όχι άλλοι για λογαριασμό τους και εκτίμησαν την αξία της οπτικοακουστικής καταγραφής ως τεκμηρίου ιστορικής μνήμης, σε ένα ντοκιμαντέρ που θα γυριζόταν για χρόνια παρατηρώντας όχι μόνο την πολιτική αλλά και την κοινωνία. Ο καθρέφτης μιας ολόκληρης περιόδου, απαλλαγμένος από τον θόρυβο της καθημερινής ειδησεογραφίας. Και κάπως έτσι βρέθηκα στα παρασκήνια, κινηματογραφώντας ο ίδιος όπου μπορούσα και όπως μπορούσα ακόμα και με το κινητό μου τηλέφωνο. Παρακολουθούσα την ιστορία εν τη γενέσει της, ζώντας την αγωνία, την απογοήτευση και το κυνήγι του χρόνου».
Η ταινία AGORA ΙΙ – Δεσμώτες, είναι η δεύτερη ταινία του Αυγερόπουλου για την ελληνική κρίση, μετά το «AGORA – Από την Δημοκρατία στις Αγορές» το οποίο κυκλοφόρησε παγκοσμίως το 2015 και απέσπασε πέντε σημαντικά διεθνή βραβεία. Είναι μια συμπαραγωγή με τη συμμετοχή γερμανικών και γαλλικών δικτύων, στην οποία συμμετείχε και η ΕΡΤ πριν αποχωρήσει με απόφαση της νέα διοίκησης.
Το δεύτερο μέρος κινείται στον χρονικό άξονα 2015 – 2019. Η βελόνα πηγαίνει μπρος – πίσω. Δεν ακολουθεί ευθύγραμμη αφήγηση. Τα γεγονότα όμως βρίσκονται στη σωστή σειρά. Από την πρώτη περίοδο της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και το δημοψήφισμα έως τα συλλαλητήρια ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών και την εκλογή Μητσοτάκη. «Μπήκα στον πειρασμό να βγάλω την ταινία τον Σεπτέμβρη του 2015 γιατί είχα σημαντικό υλικό ήδη, αλλά κάτι μου έλεγε να περιμένω» λέει ο Γ. Αυγερόπουλος.
Η κάμερα του μας βάζει σε κλειστά γραφεία συσκέψεων, στα αυτοκίνητα που πηγαινοφέρνουν τον τότε πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών, στις κρίσιμες συναντήσεις. Μέσα στα αεροπλάνα που θα τους μεταφέρουν στα Eurogroups και τις συνόδους, που παρακολουθούσε όλη η υφήλιος με κομμένη την ανάσα. Βλέπουμε τις παράλληλες συνεντεύξεις Τσίπρα – Βαρουφάκη, με τα σχόλια τις αντιφάσεις αλλά και τους κοινούς τόπους στην πολιτική τους. «Η αλήθεια είναι πως ένιωσα πιο έντονα την ασφυξία που ζήσαμε παρακολουθώντας το Αγορά ΙΙ – Δεσμώτες, παρά όταν είδα την ταινία του Γάβρα παρά τη δραματοποίηση» λέω στον Γιώργο. «Εγώ να δεις πως την ένιωσα. Είχα κάνει τη διαδρομή Αθήνα Βρυξέλλες, Καλλιθέα – Κουκάκι» απαντά.
Μοιάζει επίσης να είναι η πιο προσωπική ταινία του. Χωρίς να εμπλέκεται ο ίδιος και όσο αυστηρά κι αν κρατάει τις αποστάσεις από τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές του. Συμφώνησε: «Είμαι και εγώ ένας από όλους μας. Το να μιλήσω για όσα με καίνε μέσα από μια ταινία ήταν για μένα βαλβίδα αποσυμπίεσης. Επίσης πιστεύω πως πρόκειται για την πιο δύσκολη ταινία που έφτιαξα ποτέ. Αφηγηματικά, ήταν μία πρόκληση το να συνδυαστούν διαφορετικά επίπεδα στον χρόνο, χαρακτήρες και θεματικές ώστε να δίνουν στον θεατή ένα ομογενοποιημένο σύνολο.»
«Όταν η φλόγα δε ζεσταίνει άλλο/ άγριες οι μέρες μας» λέει το τραγούδι των τίτλων σε στίχους δικούς του και μουσική του Γιάννη Παξεβάνη. Τραγουδάει ο ίδιος ο δημιουργός, σαν να ταυτίζεται με τους πιο ευάλωτους και θαρραλέους από τους πρωταγωνιστές του. Την άνεργη μάνα στη Θεσσαλονίκη, τον πρόσφυγα που ακολουθεί από την πρώτη μέρα που έφτασε στη Μόρια, τον Ζακ Κωστόπουλο, τη Μάγδα Φύσσα, εσένα, εμένα.
«Τα τελευταία χρόνια νιώθω ότι κλείστηκα σε καβούκι και ταυτόχρονα περπατούσα σε τεντωμένο σχοινί. Έπρεπε να έχω καθαρή ματιά, παρόλο που έβραζα όπως όλοι μας στην ίδια σούπα και για να το κάνω αυτό έπρεπε να βλέπω τα γεγονότα σαν Γάλλος, όχι σαν Έλληνας που τα ζει. Ταυτόχρονα έπρεπε να είμαι πολύ κοντά στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη αλλά ταυτόχρονα μέσα μου να κρατάω και τις αποστάσεις που έπρεπε» λέει ο Γ. Αυγερόπουλος στο Tvxs.gr και προσθέτει πως χάρη στο ντοκιμαντέρ αυτό δεν αποδέχτηκε καμία θέση από αυτές που του προτάθηκαν. «Πως θα μπορούσα να πληρώνομαι πχ για μια διοικητική θέση στο κανάλι της Βουλής και να είμαι ανεξάρτητος όσον αφορά την κριτική μου στην κυβέρνηση;»
Η κάμερα του Αυγερόπουλου πηγαινοέρχεται από το νεκροταφείο προσφύγων στη Μόρια, στις Βρυξέλλες. Από το δράμα των προσφύγων στο δράμα της διαπραγμάτευσης και στην σφιχτή θηλιά των ευρωπαίων αξιωματούχων. Από τις χιλιάδες των διαδηλωτών στο Σύνταγμα τις μέρες του δημοψηφίσματος, στο γραφείο του φιλοσόφου Αλαίν Μπαντιού που επέμενε ότι η μάχη είναι πρωτίστως ιδεολογική. Από το προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων στο έντονο παρασκήνιο. Ο θεατής ζει ξανά τις δραματικές εξελίξεις, έχοντας όμως ένα επιπλέον πλεονέκτημα: Το καθαρό βλέμμα του κινηματογραφιστή που μοιάζει να ξέρει καλά πως η σωστή ερώτηση είναι αυτή που εκμαιεύει τις πιο μεγάλες αλήθειες. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, που σε αυτή την ταινία, θα δείτε και θα ακούσετε τον Αλέξη Τσίπρα να κάνει την πιο ουσιαστική αυτοκριτική για το πρώτο εξάμηνο των διαπραγματεύσεων.
«Η δημιουργική ασάφεια ήταν προς όφελος των ισχυρών, ήταν λάθος αυτό που το δεχτήκαμε. Σύντομα διαπιστώσαμε, ανακαλύψαμε ότι άλλα εμείς λέγαμε κι άλλα οι άλλοι εννοούσανε. Οι ευθύνες ανήκουν κυρίως σε εμένα.» λέει ο Αλ. Τσίπρας ο οποίος σε ένα άλλο σημείο αποκαλεί τον Βαρουφάκη «Μέγα Ναπολέοντα».
Ακούμε τον Μοσκοβισί να λέει ότι ο Σόιμπλε μπλόφαρε, τον Βαρουφάκη να προβλέπει ότι οι πολίτες θα φοβηθούν στο δημοψήφισμα και θα ψηφίσουν «Ναι». Ακούμε τι είπαν στον Τσίπρα στα άτυπα τηλεφωνήματα Μέρκελ, Ρέντσι, Ολάντ, όταν ανακοίνωσε το δημοψήφισμα. Τι τον συμβούλεψε ο Ομπάμα πριν την κρισιμότερη συνάντηση με τους θεσμούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Τζουάν, ο πρόσφυγας που ακολουθεί ο κινηματογραφιστής κάνει βόλτες στην κατακρεουργημένη από την κρίση Αθήνα. «Στη χώρα μας δεν έχουμε τόσους άστεγους. Οι άνθρωποι στα μέρη μας πεθαίνουν μια φορά. Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα» παρατηρεί πριν κινήσει προς την Ειδομένη για να συναντήσει τα ερμητικά κλειστά σύνορα της Ευρώπης.
Όσο η βελόνα μετακινείται στα τελευταία χρόνια, ο εκφασισμός της κοινωνίας διαγράφεται πιο ανάγλυφα στην ταινία. Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια δίνουν το στίγμα. Στον επίλογο της ταινίας ακούμε την Μιράντα Ξαφά να λέει πως δεν χρειαζόμαστε δημόσια νοσοκομεία, αφού προηγουμένως είχαμε ακούσει τον μεγάλο αριθμό ιδιωτικοποιήσεων κατά την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τον ρωτάω αν είναι μια εικόνα από το μέλλον μας. «Ναι, είναι μια εικόνα από το μέλλον του σκληρού νεοφιλελευθερισμού. Έχοντας εφαρμόσει μια κυβέρνηση της αριστεράς ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα έρχεται απενοχοποιημένη η δεξιά ώστε να το κάνει πιο σκληρά “να το κάνει όπως πρέπει”, όπως μου είπε χαρακτηριστικά ο κ. Αδωνις Γεωργιάδης. Ο ελληνικός λαός ζει τη μέρα της μαρμότας.»
Του ζήτησα να φύγει από την απόσταση που επιβάλει η δουλειά του καλού δημοσιογράφου και να μου πει ποια είναι η προσωπική του γνώμη για τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις που κατέγραψε; «Δεν μπορείς να κατηγορήσεις μια κυβέρνηση επειδή προσπαθεί να διαπραγματευτεί. Ήταν η πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κρίσης που ακούστηκε η φωνή της Ελλάδας στις Βρυξέλλες. Ωστόσο μπορείς να κατηγορήσεις μια κυβέρνηση για κακή προετοιμασία και για άγνοια σχετικά με την λειτουργία του ευρωπαικού κατεστημένου. Από την πρώτη στιγμή έγινε φανερό ότι αυτή, δεν θα ήταν μία μάχη στενά συνδεδεμένη μόνο με την οικονομία, αλλά και μία πολιτικοιδεολογική μάχη ύψιστης σημασίας, αφού ήταν η πρώτη φορά που στην Ευρώπη της κρίσης, το κραταιό νεοφιλελεύθερο δόγμα θα συγκρουόταν με μια κυβέρνηση της αριστεράς», αναφέρει και προσθέτει:
«Γι’ αυτό και η μνημειώδης νίκη του νεοφιλελευθερισμού επί του Τσίπρα ήταν ένα ιδεολογικό εγχείρημα, ένα μάθημα προς όλους: Τίποτ’ άλλο δεν είναι εφικτό και πρέπει αυτό να το αποδεχθείτε με κάθε κόστος. Πράγματι η κυβέρνηση Τσίπρα πιστώνεται με το γεγονός ότι έβγαλε την χώρα από τα μνημόνια και ότι προσπάθησε όπως μπορούσε να προστατέψει τους πιο αδύναμους. Όμως το κόστος σε κάθε επίπεδο, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό ήταν τεράστιο και η κρίση εξακολουθεί να βρίσκεται εδώ. Οι πληγές που άφησε θα κάνουν χρόνια να επουλωθούν. Και έτσι από την εποχή της “εφόδου στον ουρανό” περάσαμε στην εποχή της “κανονικότητας”».
“Το AGORÁ II – Δεσμώτες (110 min) είναι μια παραγωγή της SmallPlanet, σε συμπαραγωγή με το WDR (Γερμανία) και τη συνεργασία του ARTE (Γαλλία/Γερμανία). Θα κυκλοφορήσει τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς τον Φεβρουάριο.”